αλαός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλαός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> (για τα μάτια) αυτός που έχει υποστεί [[τύφλωση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν φαίνεται, [[αόρατος]], [[αφανής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προβλέπει, ο μη [[προορατικός]]<br /><b>5.</b> [[σκοτεινός]], [[αμαυρός]], [[μελανός]] («ἀλαὸν [[νέφος]]»)<br /><b>6.</b> (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀλαοί</i><br />οι νεκροί, σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>δεδορκότες</i> (αυτοί που βλέπουν το φως, οι ζωντανοί)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔλκος]] ἀλαόν», η [[τυφλότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ποιητική [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολογίας, που [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε στη [[χρήση]] από το επίθ. [[τυφλός]]. Η λ. θεωρείται σύνθετη από το ρ. <i>λάω</i> «[[βλέπω]]» και το στερητ. <i>ἀ</i>- (ἀ-[[λαός]]), [[μολονότι]] στο σύνθετο δεν παρατηρείται [[αναβιβασμός]] του τόνου, όπως θα περιμέναμε (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[ἄδικος]]). Το ότι, εξάλλου, η λ. ανήκει στο σημασιολογικό [[πεδίο]] τών λέξεων που σημαίνουν «[[ατέλεια]], [[αναπηρία]], <b>κ.τ.ό.</b>» και τών οποίων [[συχνά]] η σημ. [[είναι]] [[προϊόν]] ευφημισμού ή άλλων εθνογλωσσικών και κοινωνιογλωσσικών παραγόντων, γεννά πρόσθετα προβλήματα στην ετυμολογική [[ερμηνεία]] αυτής και άλλων συναφών λέξεων. Το επίθ. [[ἀλαός]] [[είναι]] [[ακόμη]] πιθανό να σχετίζεται με το λατ. luscus «[[μονόφθαλμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλαῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλαο</i>-[[σκοπιά]], [[ἀλαῶπις]], [[ἀλαωπός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλαώψ]].
|mltxt=[[ἀλαός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> (για τα μάτια) αυτός που έχει υποστεί [[τύφλωση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν φαίνεται, [[αόρατος]], [[αφανής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προβλέπει, ο μη [[προορατικός]]<br /><b>5.</b> [[σκοτεινός]], [[αμαυρός]], [[μελανός]] («ἀλαὸν [[νέφος]]»)<br /><b>6.</b> (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀλαοί</i><br />οι νεκροί, σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>δεδορκότες</i> (αυτοί που βλέπουν το φως, οι ζωντανοί)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔλκος]] ἀλαόν», η [[τυφλότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για ποιητική [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολογίας, που [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε στη [[χρήση]] από το επίθ. [[τυφλός]]. Η λ. θεωρείται σύνθετη από το ρ. <i>λάω</i> «[[βλέπω]]» και το στερητ. <i>ἀ</i>- (ἀ-[[λαός]]), [[μολονότι]] στο σύνθετο δεν παρατηρείται [[αναβιβασμός]] του τόνου, όπως θα περιμέναμε (πρβλ. λ.χ. [[ἄδικος]]). Το ότι, εξάλλου, η λ. ανήκει στο σημασιολογικό [[πεδίο]] τών λέξεων που σημαίνουν «[[ατέλεια]], [[αναπηρία]], <b>κ.τ.ό.</b>» και τών οποίων [[συχνά]] η σημ. [[είναι]] [[προϊόν]] ευφημισμού ή άλλων εθνογλωσσικών και κοινωνιογλωσσικών παραγόντων, γεννά πρόσθετα προβλήματα στην ετυμολογική [[ερμηνεία]] αυτής και άλλων συναφών λέξεων. Το επίθ. [[ἀλαός]] [[είναι]] [[ακόμη]] πιθανό να σχετίζεται με το λατ. luscus «[[μονόφθαλμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλαῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλαο</i>-[[σκοπιά]], [[ἀλαῶπις]], [[ἀλαωπός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλαώψ]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλαός, -όν (Α)
1. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός
2. (για τα μάτια) αυτός που έχει υποστεί τύφλωση
3. αυτός που δεν φαίνεται, αόρατος, αφανής
4. αυτός που δεν προβλέπει, ο μη προορατικός
5. σκοτεινός, αμαυρός, μελανός («ἀλαὸν νέφος»)
6. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀλαοί
οι νεκροί, σε αντίθεση προς το δεδορκότες (αυτοί που βλέπουν το φως, οι ζωντανοί)
7. φρ. «ἔλκος ἀλαόν», η τυφλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ποιητική λέξη αβέβαιης ετυμολογίας, που νωρίς αντικαταστάθηκε στη χρήση από το επίθ. τυφλός. Η λ. θεωρείται σύνθετη από το ρ. λάω «βλέπω» και το στερητ. - (ἀ-λαός), μολονότι στο σύνθετο δεν παρατηρείται αναβιβασμός του τόνου, όπως θα περιμέναμε (πρβλ. λ.χ. ἄδικος). Το ότι, εξάλλου, η λ. ανήκει στο σημασιολογικό πεδίο τών λέξεων που σημαίνουν «ατέλεια, αναπηρία, κ.τ.ό.» και τών οποίων συχνά η σημ. είναι προϊόν ευφημισμού ή άλλων εθνογλωσσικών και κοινωνιογλωσσικών παραγόντων, γεννά πρόσθετα προβλήματα στην ετυμολογική ερμηνεία αυτής και άλλων συναφών λέξεων. Το επίθ. ἀλαός είναι ακόμη πιθανό να σχετίζεται με το λατ. luscus «μονόφθαλμος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλαο-σκοπιά, ἀλαῶπις, ἀλαωπός
μσν.
ἀλαώψ.