αμάλγαμα: Difference between revisions
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[κράμα]] υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα<br /><b>2.</b> [[συμφυρμός]] ανόμοιων πραγμάτων, [[συνονθύλευμα]], [[ανακάτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[κράμα]] υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα<br /><b>2.</b> [[συμφυρμός]] ανόμοιων πραγμάτων, [[συνονθύλευμα]], [[ανακάτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>amalgame</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>amalgame</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>amalgama</i>, τ. που χρησιμοποιούσαν κανονικά τον 13ο αιώνα στην [[ορολογία]] της αλχημείας. Σχετικά με την [[προέλευση]] και την [[ετυμολογία]] της λ. έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με την επικρατέστερη [[άποψη]], ο όρος αποτελεί παραλλαγμένο τ. του λατ. <i>malagma</i> «[[μάλαγμα]], μαλακωμένο [[κατάπλασμα]] ή [[έμπλαστρο]]» <span style="color: red;"><</span> ελλην. [[μάλαγμα]] (<span style="color: red;"><</span> ρ. [[μαλάσσω]]). Κατ' άλλους, ο όρος [[αμάλγαμα]] αποτελεί μεταπλασμένο τ. από την [[προσαρμογή]] της λ. [[μάλαγμα]] στην αραβική [[γλώσσα]]. Άλλοι συσχετίζουν τον όρο [[αμάλγαμα]] με τις ελληνικές λέξεις <i>ἅμα</i> «[[μαζί]]» <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]]. Τέλος, υποστηρίζεται και η [[άποψη]] ότι η λ. έχει αραβική [[προέλευση]] από μια παλαιότερη [[παραλλαγή]] του τ. [[αμάλγαμα]], το <i>algame</i>, που μαρτυρείται το 1611 και προέρχεται <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>al</i>-<i>jamca</i> (αρχ. <i>al</i>-<i>gamca</i>) «[[σύνδεση]], [[ένωση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>jamaca</i> «[[ενώνω]]»). Ως [[αντίστοιχος]] αραβ. όρος της λ. [[αμάλγαμα]] (<i>amalgam</i>), θεωρείται, [[κατά]] την [[ίδια]] [[άποψη]], ο τ. <i>camalal</i>-<i>jamca</i> «το [[έργο]] της ενώσεως» ή ο τ. <i>al</i>-<i>moj</i><i>ā</i><i>mca</i> «γαμήλια [[ένωση]]». Οπωσδήποτε, η [[ερμηνεία]] αυτή προσκρούει στο ότι δεν σώζεται καμία [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]] από τους Αραβες συγγραφείς για τη [[χρήση]] τών τύπων αυτών ως όρων της χημείας. Ο [[ελληνικός]] όρος [[αμάλγαμα]] απαντά για πρώτη [[φορά]] το 1856, σε [[ερμήνευμα]] λέξεως στο <i>Γαλλοελληνικό</i>-<i>ελληνογαλλικό [[λεξικό]] του Σκαρλάτου Βυζαντίου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμαλγαμάτωση</i>, [[αμαλγαμωτικός]], [[αμαλγάμωση]], <i>αμαλγατήρας</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
το
1. κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα
2. συμφυρμός ανόμοιων πραγμάτων, συνονθύλευμα, ανακάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amalgame < γαλλ. amalgame < μσν. λατ. amalgama, τ. που χρησιμοποιούσαν κανονικά τον 13ο αιώνα στην ορολογία της αλχημείας. Σχετικά με την προέλευση και την ετυμολογία της λ. έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο όρος αποτελεί παραλλαγμένο τ. του λατ. malagma «μάλαγμα, μαλακωμένο κατάπλασμα ή έμπλαστρο» < ελλην. μάλαγμα (< ρ. μαλάσσω). Κατ' άλλους, ο όρος αμάλγαμα αποτελεί μεταπλασμένο τ. από την προσαρμογή της λ. μάλαγμα στην αραβική γλώσσα. Άλλοι συσχετίζουν τον όρο αμάλγαμα με τις ελληνικές λέξεις ἅμα «μαζί» + γάμος. Τέλος, υποστηρίζεται και η άποψη ότι η λ. έχει αραβική προέλευση από μια παλαιότερη παραλλαγή του τ. αμάλγαμα, το algame, που μαρτυρείται το 1611 και προέρχεται < αραβ. al-jamca (αρχ. al-gamca) «σύνδεση, ένωση» (< jamaca «ενώνω»). Ως αντίστοιχος αραβ. όρος της λ. αμάλγαμα (amalgam), θεωρείται, κατά την ίδια άποψη, ο τ. camalal-jamca «το έργο της ενώσεως» ή ο τ. al-mojāmca «γαμήλια ένωση». Οπωσδήποτε, η ερμηνεία αυτή προσκρούει στο ότι δεν σώζεται καμία μαρτυρία ή πληροφορία από τους Αραβες συγγραφείς για τη χρήση τών τύπων αυτών ως όρων της χημείας. Ο ελληνικός όρος αμάλγαμα απαντά για πρώτη φορά το 1856, σε ερμήνευμα λέξεως στο Γαλλοελληνικό-ελληνογαλλικό λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλγαμάτωση, αμαλγαμωτικός, αμαλγάμωση, αμαλγατήρας].