ἐπώμοτος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epomotos | |Transliteration C=epomotos | ||
|Beta Code=e)pw/motos | |Beta Code=e)pw/motos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on oath]], [[sworn]], ἐ. λέγων <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>427</span> ; cf. [[ἐνώμοτος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[witness of oaths]], like [[ὅρκιος]], Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον ib.<span class="bibl">1188</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:00, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A on oath, sworn, ἐ. λέγων S.Tr.427 ; cf. ἐνώμοτος. II Pass., witness of oaths, like ὅρκιος, Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον ib.1188.
German (Pape)
[Seite 1015] vereidigt, bei einem Gotte schwörend, ἐπώμοτος λέγων, eidlich versichernd, Soph. Tr. 427. – Auch Zeus selbst, ἐπώμοτος, bei dem man schwört, ὄμνυμ' ἔγωγε Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον Soph. Tr. 1178, wo der Schol. ὅρκιος erkl., = Ζῆν' ἐπομόσας.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπώμοτος: -ον, (ἐπόμνυμι), ὡρκισμένος, οὕνεχ’ ὅρκων οἷσιν ἦν ἐπώμοτος (διάφ. γρ. ἐνώμοτος) Σοφ. Αἴ. 1113 οὐκ ἐπώμοτος λέγων δάμαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῖ ταύτην ἄγειν; ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 427, πρβλ. ἐνώμοτος. ΙΙ. Παθ., μάρτυς τῶν ὅρκων, ὡς τὸ ὅρκιος, Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον, «τουτέστι τοῦ ὅρκου ἐγγυητὴν» (Σουΐδ.), Σοφ. Τραχ. 1188.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jure par, lié par serment;
2 attesté par serment.
Étymologie: ἐπόμνυμι.
Greek Monolingual
ἐπώμοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βεβαιώνει κάτι με όρκο («οὐκ ἐπώμοτος λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», Σοφ.)
2. μάρτυρας τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» — έχοντας τον Δία ως μάρτυρα του όρκου μου, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + - ομοτος (< όμνυμι. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ἐπώμοτος: -ον (ἐπόμνυμι),·
I. ένορκος, ορκισμένος, αυτός που τελεί υπό όρκο, σε Σοφ.
II. Παθ., ένορκος μάρτυρας, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπώμοτος:
1) поклявшийся: ἐ. λέγων Soph. клятвенно заявивший;
2) клятвенно призываемый в свидетели: Ζῆνα ἔχειν ἐπώμοτον Soph. призывать в свидетели Зевса, клясться именем Зевса.
Middle Liddell
ἐπώμοτος, ον ἐπόμνυμι
I. on oath, sworn, Soph.
II. pass. witness of oaths, Soph.