στενωπός: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stenopos | |Transliteration C=stenopos | ||
|Beta Code=stenwpo/s | |Beta Code=stenwpo/s | ||
|Definition=Ion. and Ep. στεινωπός, όν, (στενός, ὀπή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[narrow]], στεινωπὸς ὁδός <span class="bibl">Il.7.143</span>, <span class="bibl">23.416</span>; στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.40</span>; <b class="b3">πόντος στειν</b>. <span class="bibl">A.R.2.1191</span>; στειν. παλάμαι <span class="bibl">Emp.2</span>; <b class="b3">ἐν οὕτω στενωπῷ</b> in so [[narrow a space]], <span class="bibl">D.S.31.9</span> codd. Phot. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> mostly as Subst., | |Definition=Ion. and Ep. στεινωπός, όν, (στενός, ὀπή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[narrow]], στεινωπὸς ὁδός <span class="bibl">Il.7.143</span>, <span class="bibl">23.416</span>; στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.40</span>; <b class="b3">πόντος στειν</b>. <span class="bibl">A.R.2.1191</span>; στειν. παλάμαι <span class="bibl">Emp.2</span>; <b class="b3">ἐν οὕτω στενωπῷ</b> in so [[narrow a space]], <span class="bibl">D.S.31.9</span> codd. Phot. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> mostly as Subst., [[στενωπός]], [[ὁ]] ([[στενωπή]], [[ἡ]], Plu.<span class="title">Prov.</span>1.61), [[narrow passage]], [[strait]], of the straits of Messina, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν <span class="bibl">Od.12.234</span>; στενωποῦ πλησίον θαλασσίου <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>366</span>; σ. ἁλός <span class="bibl">A.R.2.333</span>, cf. <span class="bibl">549</span> (so, of the Hellespont, σ. ὕδωρ Ἕλλης <span class="bibl">D.P.515</span>); [[mountain-pass]], [[defile]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1399</span>; [[lane]], [[alley]], <span class="bibl">Pherecr.108.4</span>, Nicostr. Com.<span class="bibl">24</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>29</span>, <span class="bibl">D.S.12.10</span>, <span class="bibl">Paus.5.15.2</span>; <b class="b3">σ. Ἅιδου</b> [[the narrow entrance]] to Hades, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>832</span>; of the blood-vessels, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>70b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:10, 1 January 2021
English (LSJ)
Ion. and Ep. στεινωπός, όν, (στενός, ὀπή) A narrow, στεινωπὸς ὁδός Il.7.143, 23.416; στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Hp.Vict.2.40; πόντος στειν. A.R.2.1191; στειν. παλάμαι Emp.2; ἐν οὕτω στενωπῷ in so narrow a space, D.S.31.9 codd. Phot. II mostly as Subst., στενωπός, ὁ (στενωπή, ἡ, Plu.Prov.1.61), narrow passage, strait, of the straits of Messina, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Od.12.234; στενωποῦ πλησίον θαλασσίου A.Pr.366; σ. ἁλός A.R.2.333, cf. 549 (so, of the Hellespont, σ. ὕδωρ Ἕλλης D.P.515); mountain-pass, defile, S.OT1399; lane, alley, Pherecr.108.4, Nicostr. Com.24, Thphr.Vent.29, D.S.12.10, Paus.5.15.2; σ. Ἅιδου the narrow entrance to Hades, S.Fr.832; of the blood-vessels, Pl.Ti.70b.
German (Pape)
[Seite 936] mit enger Oeffnung, eng; bes. mit und ohne ὁδός, auch ἡ στενωπή, s. Lob. Phryn. 106 u. vgl. στεινωπός, enger Weg, Engpaß; κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, wie στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς Soph. O. R. 1399; vgl. Ap. Rh. 2, 333; Plat. Tim. 70 b; Arr. An. 6, 22; überh. enge Straße, Gasse; Stadtviertel; ein von Häusern eingeschlossener Raum, Luc. Nigr. 22; κώμας τοὺς στενωποὺς ἐκάλουν Hermogen. progymn 7; vgl. D. Sic. 12, 10.
Greek (Liddell-Scott)
στενωπός: Ἰων. καὶ Ἐπικ. στεινωπός, όν· (στενός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος στενός, περιωρισμένος, δύσκολος, στενωπὸς ὁδὸς Ἰλ. Η. 143, Ψ. 416· στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Ἱππ. 355. 30· στειν. πόντος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1191· στειν. παλάμαι Ἐμπεδ. 36· ἐν οὕτω στενωπῷ, ἐν θέσει τοσοῦτον στενῇ, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 516. 45. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., στενωπὸς (ἐξυπακ. ὁδός), ἡ, στενὴ δίοδος, πέραμα, πορθμός, ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, στεινωπὸν ἐπλέομεν Ὀδ. Μ. 234· στενωποῦ πλησίον θαλασσίου Αἰσχύλ. Πρ. 364· στ. ἁλὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 333, πρβλ. 549· (οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, στ. ὕδωρ Ἕλλης Διον. Π. 515)· στενὴ δίοδος μεταξὺ ὀρέων, «δερβένι», Σοφ. Ο. Τ. 1399, Ἀρρ. Ἀν. 6. 22, κτλ.· στενὴ ὁδός, δρομίσκος ἐν τῇ πόλει, Λατ. angiportus, Φερεκρ. ἐν “Μεταλλεῦσιν” 1. 4, Νικόστρ. ἐν «Συρ.» 1, Διόδ. 12. 10, Παυσ. 5. 15, 2· στ. Ἅιδου, ἡ στενὴ εἴσοδος τοῦ Ἅιδου, παρ’ Οὐεργιλ. fauces, Σοφ. Ἀποσπ. 716· ἐπὶ τῶν αἱματηφόρων ἀγγείων, Πλάτ. Τίμ. 70Β. Ὁ Λουκ. ἐν Νιγρ. 22 ἔχει ἀρσ.· καὶ στενωπὴ δὲ ὡσαύτως μνημονεύεται, ἴδε ἐν λέξ. ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
étroit, resserré;
ἡ στενωπός (ὁδός) passage étroit, particul. :
1 rue étroite;
2 étroit sentier (à la rencontre de trois routes);
3 détroit, bras de mer.
Étymologie: στενός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στενωπός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν και -ή ΜΑ, και ιων. τ. στεινωπός Α
το θηλ. ως ουσ. η στενωπός
α) στενή δίοδος, στενό πέρασμα
β) στενός δρόμος, σοκάκι
γ) στενή διάβαση μεταξύ βουνών, κλεισούρα, δερβένι, τα στενά
νεοελλ.
κάπως στενός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει στενή έξοδο, στενόπορος («πόντος στεινωπός», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
1. ως ουσ. (για αιμοφόρα αγγεία) στενός πόρος
2. φρ. «στενωπὸς Ἅδου» — η στενή είσοδος του Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στερ-ωπός].
Greek Monotonic
στενωπός: Ιων. στειν-ωπός, -όν (στενός, ὤψ)·
I. αυτός που φαίνεται στενός, δυσχερής, περιορισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως ουσ., στενωπὸς (ενν. ὁδός), ἡ, στενό πέρασμα ή στενός δρόμος, στενό, στενάκι, σοκάκι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενωπός -όν ep. Ion. στεινωπός [στενός, ὀπή] met een nauwe opening: nauw. subst. ὁ στενωπός nauwe ruimte, engte: van een straat, steeg; zee-engte; bergpas.
Russian (Dvoretsky)
στενωπός:
I эп.-ион. στεινωπός 2 тесный, узкий (ὁδός Hom.).
II эп.-ион. στεινωπός ἡ, Luc. ὁ (sc. ὁδός) узкий проход, тесная тропинка, теснина Hom., Aesch., Soph., Plat., Diod.: οἱ στενωποί Luc. тесные переулки.
Middle Liddell
στεν-ωπός, ιονιξ στειν-ωπός, όν στενός, ὤψ]
I. narrow-looking, narrow, strait, confined, Il.
II. as Subst., στενωπός (sc. ὁδόσ), a narrow passage or way, strait, Od., etc.
English (Woodhouse)
defile, narrow sea passage, narrow strip of sea, narrow way, pass