ὑδρορρόη: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / ὑδρορρόη, ΝΜΑ, και υδρορροή Ν, και δωρ. τ. [[ὑδρορρόα]] και πιθ. τ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[ὑδρορύα]] Α<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ρείθρο]] νερού<br /><b>2.</b> ο [[κατά]] [[μήκος]] της περιμέτρου της στέγης [[αγωγός]], [[καθώς]] και το κατακόρυφο [[τμήμα]] του, για τη [[συγκέντρωση]] και [[αποχέτευση]] ή [[αποθήκευση]] τών νερών της βροχής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ισχυρή [[διαμήκης]] [[ζώστρα]] στο [[τοίχωμα]] και σε όλο το [[μήκος]] του πλοίου, η οποία συνδέει τους νομείς με το [[κατάστρωμα]], κν. [[επάνω]] [[κουρζέτο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διώρυγα]], [[κανάλι]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> ύφαλος<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ νῡν [[ὕδρωψ]] καλούμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥοή</i> (<span style="color: red;"><</span><i>ῥέω</i>)].
|mltxt=η / ὑδρορρόη, ΝΜΑ, και υδρορροή Ν, και δωρ. τ. [[ὑδρορρόα]] και πιθ. τ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[ὑδρορύα]] Α<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ρείθρο]] νερού<br /><b>2.</b> ο [[κατά]] [[μήκος]] της περιμέτρου της στέγης [[αγωγός]], [[καθώς]] και το κατακόρυφο [[τμήμα]] του, για τη [[συγκέντρωση]] και [[αποχέτευση]] ή [[αποθήκευση]] τών νερών της βροχής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ισχυρή [[διαμήκης]] [[ζώστρα]] στο [[τοίχωμα]] και σε όλο το [[μήκος]] του πλοίου, η οποία συνδέει τους νομείς με το [[κατάστρωμα]], κν. [[επάνω]] [[κουρζέτο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διώρυγα]], [[κανάλι]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> ύφαλος<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ νῦν [[ὕδρωψ]] καλούμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥοή</i> (<span style="color: red;"><</span><i>ῥέω</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρορρόη Medium diacritics: ὑδρορρόη Low diacritics: υδρορρόη Capitals: ΥΔΡΟΡΡΟΗ
Transliteration A: hydrorróe Transliteration B: hydrorroe Transliteration C: ydrorroi Beta Code: u(drorro/h

English (LSJ)

ὑδρορρόα, ἡ, but in Att. also ὑδρορρόη acc. to Moer.p.381 P., and so Polyaen.1.37: (ῥοή):—A watercourse, whether on the ground, conduit, sluice, Ar.Ach.922,1186; or on the roof, gutter, spout, Id.V.126; ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος = two streams of black run from the eyes - Fragment 98 from Αἱ Στεφανοπώλιδες "The Garland-Selling Ladies" by the comic playwright Eubulus, 4th cent. BCE. It refers to the facial cosmetics ("black" = mascara) worn by Athenian women: in the summer heat, the black around their eyes or on their eyelashes runs down their cheeks Reference. Eub.98.4. II = ὕδρωψ, AB312. III a hidden rock in the sea, acc. to (the error of) Sch.Ar.Ach.1181.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρορρόα: ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. καὶ ὑδρορρόη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 492· (ῥοή)· - ἀγωγός, ὀχετὸς ὕδατος, ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, αὖλαξ, διῶρυξ, «κανάλι», Ἀριστοφ. Ἀχ. 922, 1186 ἢ ἐπὶ τῆς στέγης, τὸ κοίλωμα πρὸς ὑποδοχὴν τῶν τῆς βροχῆς ὑδάτων καὶ ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἐκρέουσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 126· ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 4. ΙΙ. = ὕδρωψ, Α. Β. 312. ΙΙΙ. «ὕφαλος πέτρα» κατὰ τὴν (πιθανῶς ἡμαρτημένην) ἑρμηνείαν τοῦ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1185.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 canal;
2 gouttière.
Étymologie: ὕδωρ, ῥοή.

Greek Monolingual

η / ὑδρορρόη, ΝΜΑ, και υδρορροή Ν, και δωρ. τ. ὑδρορρόα και πιθ. τ. κατά τον Ησύχ. ὑδρορύα Α
1. κάθε ρείθρο νερού
2. ο κατά μήκος της περιμέτρου της στέγης αγωγός, καθώς και το κατακόρυφο τμήμα του, για τη συγκέντρωση και αποχέτευση ή αποθήκευση τών νερών της βροχής
νεοελλ.
ναυτ. ισχυρή διαμήκης ζώστρα στο τοίχωμα και σε όλο το μήκος του πλοίου, η οποία συνδέει τους νομείς με το κατάστρωμα, κν. επάνω κουρζέτο
αρχ.
διώρυγα, κανάλι
2. πιθ. ύφαλος
3. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ νῦν ὕδρωψ καλούμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ῥοή (<ῥέω)].

Greek Monotonic

ὑδρορρόα: ἡ, αλλά σε Αττ. επίσης -ρόη, αγωγός υδάτων επάνω από το έδαφος, αυλάκι, κανάλι, διώρυγα, σε Αριστοφ.· λέγεται για επάνω στη στέγη, υδρορροή, λούκι, κρουνός νερού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρορρόα:
1) канал или канава Arph.;
2) сточная труба Arph.

Middle Liddell

ὑδρορρόα, ἡ, but in attic also ὑδρορρόη
a water-course, whether on the ground, a conduit, canal, sluice, Ar.; or on the roof, a gutter, spout, Ar.