επιδίδω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιδίδωμι]], Μ και ἐπιδίδω)<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] («επιδόθηκε σε [[νέες]] μεθόδους», «[[ἐπιδίδωμι]] ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)<br /><b>2.</b> [[εγχειρίζω]], [[δίνω]] στο [[χέρι]] κάποιου ([[συνήθως]] εμπιστευτικό ή [[επίσημο]] [[έγγραφο]]) («[[δικαστικός]] [[κλητήρας]] να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) ρέω, [[τρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[επιπλέον]] («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[χορηγώ]] [[κατόπιν]]<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]] ως [[προίκα]]<br /><b>4.</b> [[συνεισφέρω]] εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δωροδοκώ]]<br /><b>6.</b> [[δωρίζω]], [[χαρίζω]] («τὰς ναῡς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῡναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[απονέμω]], [[μοιράζω]]<br /><b>8.</b> [[χορηγώ]] το [[δικαίωμα]] ψήφου<br /><b>9.</b> [[υπαγορεύω]] («γράφειν μὲν οὖν οὐ [[συμβουλεύω]] σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾱλλον»)<br /><b>10.</b> αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ [[πόλις]] αὐτοῑς ἐπὶ τὸ μεῑζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υποχωρώ]]<br /><b>12.</b> [[δίνω]] αμοιβαία.
|mltxt=(AM [[ἐπιδίδωμι]], Μ και ἐπιδίδω)<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] («επιδόθηκε σε [[νέες]] μεθόδους», «[[ἐπιδίδωμι]] ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)<br /><b>2.</b> [[εγχειρίζω]], [[δίνω]] στο [[χέρι]] κάποιου ([[συνήθως]] εμπιστευτικό ή [[επίσημο]] [[έγγραφο]]) («[[δικαστικός]] [[κλητήρας]] να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) ρέω, [[τρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[επιπλέον]] («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[χορηγώ]] [[κατόπιν]]<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]] ως [[προίκα]]<br /><b>4.</b> [[συνεισφέρω]] εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δωροδοκώ]]<br /><b>6.</b> [[δωρίζω]], [[χαρίζω]] («τὰς ναῡς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῡναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[απονέμω]], [[μοιράζω]]<br /><b>8.</b> [[χορηγώ]] το [[δικαίωμα]] ψήφου<br /><b>9.</b> [[υπαγορεύω]] («γράφειν μὲν οὖν οὐ [[συμβουλεύω]] σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾶλλον»)<br /><b>10.</b> αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ [[πόλις]] αὐτοῑς ἐπὶ τὸ μεῑζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υποχωρώ]]<br /><b>12.</b> [[δίνω]] αμοιβαία.
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω)
1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)
2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)
αρχ.-μσν.
1. πληρώνω
2. (για νερό) ρέω, τρέχω
αρχ.
1. δίνω επιπλέον («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)
2. δίνω, χορηγώ κατόπιν
3. χορηγώ ως προίκα
4. συνεισφέρω εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», Δημοσθ.)
5. δωροδοκώ
6. δωρίζω, χαρίζω («τὰς ναῡς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῡναι», Θουκ.)
7. απονέμω, μοιράζω
8. χορηγώ το δικαίωμα ψήφου
9. υπαγορεύω («γράφειν μὲν οὖν οὐ συμβουλεύω σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾶλλον»)
10. αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ πόλις αὐτοῑς ἐπὶ τὸ μεῑζον», Θουκ.)
11. υποχωρώ
12. δίνω αμοιβαία.