Νηρεύς: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Νηρεύς]] [[old]] [[man]] of the [[sea]] ( (P. 9.94) ), a [[sea]] [[god]], [[father]] of [[Thetis]], Psamatheia, and the Nereids. <br /><b>1</b> λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ | |sltr=[[Νηρεύς]] [[old]] [[man]] of the [[sea]] ( (P. 9.94) ), a [[sea]] [[god]], [[father]] of [[Thetis]], Psamatheia, and the Nereids. <br /><b>1</b> λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.29) Νηρῆος εὐβούλου Θέτιν παῖδα (P. 3.92) ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (Θέτιν) (N. 3.57) Νηρέος [[θυγάτηρ]] (Boeckh: Νηρέως codd.: [[Thetis]]) (I. 8.42) Νηρεὺς δ' ὁ [[γέρων]] ἕπετα[ι (sc. in a [[procession]] in [[honour]] of Aiakos) (Pae. 15.4) | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 11:30, 20 April 2021
English (LSJ)
έως, Ion. ῆος, ὁ, A Nereus, h.Ap.319, Hes.Th.240, Alc.Supp. 8.7, etc. 2 sea, Λίβυς, Ἄραψ N., Nonn.D.25.51, 32.194.
Greek (Liddell-Scott)
Νηρεύς: έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, ἀρχαῖός τις θαλάσσιος θεός, ὅστις ὑπὸ τὸν Ποσειδῶνα διατελῶν ἦρχε τῆς Μεσογείου, ἴδε Ἰλ. Σ. 141· τὸ πρῶτον ὀνομαστὶ μνημονεύεται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 319, καὶ ἐν Ἡσιόδ. Ἦτο δὲ πρεσβύτατος υἱὸς τοῦ Πόντου (δηλ. τῆς θαλάσσης), ἀνὴρ τῆς Δωρίδος θυγατρὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ πατὴρ τῶν Νηρηΐδων, Ἡσ. Θ. 233 κἑξ.: - Ἐπίθετ. Νήρειος, α, ον, ὁ τοῦ Νηρέως, Νήρεια τέκνα, δηλ. ἰχθύες, Εὔφρων ἐν «Μούσαις» 1. (Ἴδε ἐν λέξ. νάω, ῥέω, πρβλ. νηρός, νᾱρός).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Nérée, fils de Poséidon, père des Néréides.
Étymologie: R. Σνα > Να, nager ; v. νέω².
English (Slater)
Νηρεύς old man of the sea ( (P. 9.94) ), a sea god, father of Thetis, Psamatheia, and the Nereids.
1 λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.29) Νηρῆος εὐβούλου Θέτιν παῖδα (P. 3.92) ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (Θέτιν) (N. 3.57) Νηρέος θυγάτηρ (Boeckh: Νηρέως codd.: Thetis) (I. 8.42) Νηρεὺς δ' ὁ γέρων ἕπετα[ι (sc. in a procession in honour of Aiakos) (Pae. 15.4)
English (Strong)
apparently from a derivative of the base of ναῦς (meaning wet); Nereus, a Christian: Nereus.
English (Thayer)
(cf. Vanicek, p. 1158)), Νηρευσεως, ὁ, Nereus, a Christian who lived at Rome: L marginal reading Νηρεαν).
Greek Monolingual
ο (Α Νηρεύς, -έως και ιων. -ῆος)
μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος του Πόντου και της Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδων
αρχ.
μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» — το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα της Λιβύης, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον θεό της θάλασσας εμφανίζεται σε κείμενα μεταγενέστερα από το Νηρηΐδες, θαλάσσιες θεότητες που αναφέρονται ως κόρες του, χωρίς να είναι γνωστό αν ο θεός πήρε το όνομά του από τις θεότητες κόρες του ή το αντίθετο. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι λέξεις συνδέονται με λιθουαν. nerti «βυθίζω, καταδύω» και nerōve «θαλασσινή θεότητα, νηρηίδα». Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. (< σvāF-eρo-) συνδέεται με το ρ. νάω «ρέω»].
Greek Monotonic
Νηρεύς: -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, ο Νηρέας, θαλάσσια θεότητα, γιος του Πόντου (Πόντος =θάλασσα), πατέρας των Νηρηΐδων, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
Νηρεύς: έως, эп. ῆος, дор. έος ὁ Нерей (сын Понта и Геи, муж Дориды, отец 50 Нереид, вещий морской старец) Hom. etc.
Frisk Etymological English
έως
Grammatical information: m .
Meaning: Sea-god, son of Pontos and Gaia (h. Ap. 319, Hes. Th. 233 a. 240).
Other forms: Ion. -ῆος.
Derivatives: Νηρεῖος in Νηρεῖα τέκνα = fishes (Euphro 8, 2) and Νήρειον, -άδιον = δελφίνιον, plantname (Ps.-Dsc.) [referring also to νηρόν (fresh) water (s.v.)? improbable. -- Besides Νηρηΐς, -εΐς, pl. -ίδες f. Nereids, seanymphs (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As Νηρεύς has only relevance as father of the Nereiden (v. Wilamowitz Glaube 1, 219, Nilsson Gr. Rel. 1, 240) (in Hom. prob. mentioned as ἅλιος γέρων), we hould consider with Bosshardt 122, whether the father was called afters his daughters. He may also be indicated as Πρωτεύς (West ad Hes. Th. 233). As basis of Νηρη-(Ϝ)ίδ- also other stems have been considered beside Νηρεύς; cf. Schwyzer 465, Chantraine Form. 345 f. -- Fick 1, 503 referred to Lith. nérti submerge, s. Fraenkel Sybaris 40 f., Wb. s. nérti 1. To be considered further νηρίδας τὰς κοίλας πέτρας and νηρόν τὸ ταπεινόν H.(?) -- Diff. Schulze Q. 475, Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1899, 213: from *σναϜερο- to νάω well, stream; noncommittal attempts. -- Cf. WP. 2, 693 f.; also Kretschmer Glotta 15, 64. An IE etymology seems hardly to be expected; as the ending suggests the word will be Pre-Greek.
See also: s. νάω.
Middle Liddell
Νηρεύς, έως,
Nereus, a sea-god, son of Πόντος (the sea), father of the Nereids, Hes.
Frisk Etymology German
Νηρεύς: -έως
{Nēreús}
Forms: ion. -ῆος
Grammar: m .
Meaning: Meergott, Sohn des Pontos und der Gaia (seit h. Ap. 319, Hes. Th. 233 u. 240).
Derivative: Davon Νηρεῖος in Νηρεῖα τέκνα = Fische (Euphro 8, 2) und Νήρειον, -άδιον = δελφίνιον, Pflanzenname (Ps.-Dsk.) mit gleichzeitiger Beziehung auf νηρόν ‘(frisches) Wasser’ (s.d.). — Daneben Νηρηΐς, -εΐς, pl. -ίδες f. Nereiden, Meernymphen (seit Il.).
Etymology : Da Νηρεύς nur als Vater der Nereiden Bedeutung hat (v. Wilamowitz Glaube 1, 219, Nilsson Gr. Rel. 1, 240) und in der Lit. später als seine Töchter erscheint (bei Hom. immerhin wahrscheinlich unter der Benennung ἅλιος γέρων erwähnt), bleibt mit Bosshardt 122 zu erwägen, ob der Vater nicht nach seinen Töchtern benannt wurde. Als Grundwort von Νηρη-(ϝ)ίδ- kommen neben Νηρεύς auch andere Stämme in Betracht; vgl. Schwyzer 465, Chantraine Form. 345 f. — Wahrscheinlich mit Fick 1, 503 zu lit. nérti untertauchen, s. Fraenkel Sybaris 40 f., Wb. s. nérti 1. wo besonders auf das ebenfalls dehnstufige lit. nėrōvė Meerjungfrau, Nixe (genetisch jedoch wohl von Νηρηϝιδ- unabhängig) hingewiesen wird. In Betracht kommen ferner νηρίδας· τὰς κοίλας πέτρας und νηρόν· τὸ ταπεινόν H. — Anders Schulze Q. 475, Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1899, 213 (m.Lit.) u.a.: aus *σναϝερο- zu νάω quellen, strömen. — Vgl. WP. 2, 693 f. m. Lit.; s. auch δενδρύω und ἔνερθε(ν), ebenfalls m. Lit.
Page 2,315-316
Chinese
原文音譯:NhreÚj 尼留士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:尼利亞
字義溯源:尼利亞;在羅馬城一信徒,保羅在書信中向他問安。字義:古海神之名,源自(ναῦς)=船);而 (ναῦς)出自(Ναχώρ)X*=漂浮)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 尼利亞(1) 羅16:15