λοχίζω: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοχίζω''': [[λοχάω]], [[ἐνεδρεύω]], τινά· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., λοχισθέντες διεφθάρησαν, ἐνεδρευθέντες κατεστράφησαν, Θουκ. 5. 115, πρβλ. Δίωνα Κ. 41. 51. 2) τοποθετῶ εἰς ἐνέδραν, λοχίζει εἰς ὁδὸν κοίλην ὁπλίτας Θουκ. 3. 107· λ. ἐν... Διον. Ἁλ. 2. 55· | |lstext='''λοχίζω''': [[λοχάω]], [[ἐνεδρεύω]], τινά· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., λοχισθέντες διεφθάρησαν, ἐνεδρευθέντες κατεστράφησαν, Θουκ. 5. 115, πρβλ. Δίωνα Κ. 41. 51. 2) τοποθετῶ εἰς ἐνέδραν, λοχίζει εἰς ὁδὸν κοίλην ὁπλίτας Θουκ. 3. 107· λ. ἐν... Διον. Ἁλ. 2. 55· μετὰ δοτ. τόπου, ὁ αὐτ. 3. 64· οὕτω, λοχίσαντος [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφὴ ἀντὶ λοχήσαντος ἐν Πλουτ. Ὄθωνι 7. 3) [[περιβάλλω]] δι’ ἐνέδρας, [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., [[χωρίον]] λελοχισμένον Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. διαμοιράζω ἀνθρώπους εἰς σώματα στρατιωτικὰ (λόχους), καὶ οὕτω, [[παρατάσσω]] αὐτοὺς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 1. 103, Πλουτ. Σύλλ. 27. ― Παθ., διαμερίζομαι εἰς λόχους, Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D, Διον. Ἁλ. 2. 14, κτλ. ΙΙΙ. = [[λοχεύω]], Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:45, 20 April 2021
English (LSJ)
A = λοχάω, lie in wait for:—Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling into an ambuscade, Th.5.115, cf. D.C.41.51. 2 place in ambush, λοχίζει ἐς ὁδὸν κοίλην ὁπλίτας Th. 3.107; λ. ἐν τόπῳ D.H.2.55: c. dat. loci, Id.3.64 (nisi leg. <ἐν> χωρίοις) ; λοχίσαντος is prob. l. in Plu.Oth.7. 3 beset with an ambuscade, λελοχισμένον χωρίον D.H.1.79. II distribute men in companies (λόχοι), and so, put them in order of battle, Hdt.1.103, Aen. Tact.1.5, Plu.Sull.27:—Pass., to be so distributed, Agatharch.Fr. Hist.17J., D.H.2.14, etc. III λοχίζει· ἐπιβουλεύεται, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λοχίζω: λοχάω, ἐνεδρεύω, τινά· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., λοχισθέντες διεφθάρησαν, ἐνεδρευθέντες κατεστράφησαν, Θουκ. 5. 115, πρβλ. Δίωνα Κ. 41. 51. 2) τοποθετῶ εἰς ἐνέδραν, λοχίζει εἰς ὁδὸν κοίλην ὁπλίτας Θουκ. 3. 107· λ. ἐν... Διον. Ἁλ. 2. 55· μετὰ δοτ. τόπου, ὁ αὐτ. 3. 64· οὕτω, λοχίσαντος εἶναι ἡ πιθ. γραφὴ ἀντὶ λοχήσαντος ἐν Πλουτ. Ὄθωνι 7. 3) περιβάλλω δι’ ἐνέδρας, ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., χωρίον λελοχισμένον Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. διαμοιράζω ἀνθρώπους εἰς σώματα στρατιωτικὰ (λόχους), καὶ οὕτω, παρατάσσω αὐτοὺς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 1. 103, Πλουτ. Σύλλ. 27. ― Παθ., διαμερίζομαι εἰς λόχους, Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D, Διον. Ἁλ. 2. 14, κτλ. ΙΙΙ. = λοχεύω, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
I. (λόχος, embuscade);
1 mettre en embuscade;
2 surprendre dans une embuscade;
II. (λόχος, troupe) partager par compagnies, par escouades.
Étymologie: λόχος.
Greek Monolingual
λοχίζω (Α) λόχος
1. ενεδρεύω, παραφυλάω
2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.)
3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον χωρίον», Δίον. Αλ.)
4. συγκροτώ λόχους και τους παρατάσσω για μάχη («ὁ Σύλλας οὔτε τάξιν ἀποδοὺς οὔτε λοχίσας τὸ οἰκεῑον στράτευμα... ἐτρέψατο τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «λοχίζει... επιβουλεύεται»
6. παθ. λοχίζομαι
α) πέφτω θύμα ενέδρας, παγιδεύομαι
β) διαμερίζομαι σε λόχους, συγκροτούμαι κατά λόχους.
Greek Monotonic
λοχίζω: μέλ. λοχίσω, = λοχάω, ενεδρεύω, τινά·
I. Παθ., λοχισθέντες διεφθάρησαν, καταστράφηκαν, κατακερματίστηκαν πέφτοντας στην ενέδρα, σε Θουκ.
2. τοποθετώ σε ενέδρα, στον ίδ.
II. διαμοιράζω άνδρες σε στρατιωτικά σώματα (λόχοι), τους παρατάσσω σε μάχη, σε Ηρόδ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λοχίζω:
1) размещать в засаде, посылать для устройства засады (ὁπλίτας ἐς ὁδόν Thuc.);
2) устраивать засаду, pass. попадать в засаду (λοχισθέντες διεφθάρησαν Thuc.);
3) распределять или размещать по лохам, делить на отряды (τοὺς ἐν τῇ Ἀσίῃ Her.).
Middle Liddell
λοχίζω, fut. -σω = λοχάω,]
I. to lie in wait for, τινά: Pass., λοχισθέντες διεφθάρησαν they were cut to pieces by falling into an ambuscade, Thuc.
2. to place in ambush, Thuc.
II. to distribute men in companies (λόχοἰ, to put them in order of battle, Hdt., Plut.