οὔκουν: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὔκουν''': Ἰων. [[οὔκων]], Ἐπίρρ. (οὐκ, οὖν): Ι. ἐπὶ εὐθείας ἀρνήσεως, οὐχὶ λοιπόν, Λατ. non ergo, non igitur, itaque non, [[οὔκων]] ποιήσειν [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 2. 139, πρβλ. Ο. Τ. 1357, κτλ,· σπανίως ἐν ἀποδόσει Θουκ. 2. 43· ἀλλ’ ἡ κοινὴ παρ’ Ἡροδ. [[φράσις]] πλησιάζει εἰς τοῦτο, [[ταῦτα]] λέγοντες, τοὺς Κρωτονιήτας οὐκ ὦν ἔπειθον (ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον φέρεται: [[διῃρημένως]]) 3. 137, πρβλ. 138, κτλ.· - ἀλλὰ [[πολλάκις]] ἡ συμπερασματικὴ [[δύναμις]] σχεδὸν δὲν διακρίνεται, ὡς τὸ Λατ. non sane, ἐν διηγήσει, [[οὔκων]] δὴ ἔπειθε Ἡρόδ. 1. 11, 24, 59, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 322, Σοφ. Φ. 872, κτλ· . [[συχν]]. ἐπὶ ἀποκρίσεων, [[αὐτόθι]] 907, 1389, Ἀριστοφ. Ἱππ. 465, κτλ. ΙΙ. ἐν ἐρωτήσεσιν, ὄχι λοιπόν; λοιπὸν ὄχι; ὡς τὸ Λατ. none ergo? καὶ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ὅταν]] ἡ [[ἐρώτησις]] [[εἶναι]] συμπερασματική, προσδοκᾶται δὲ [[ἀπάντησις]] καταφατική, Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, Σοφ. Ἀντ. 512, κτλ.· - ἀλλὰ [[πολλάκις]] ἐπὶ ἁπλῆς ἀναφορᾶς εἰς τὸ προηγούμενον, [[οὔκων]] [[γέλως]] [[ἥδιστος]] εἰς ἐχθροὺς γελᾶν Σοφ. Αἴ. 79· [[οὔκουν]] τάδ’, ὦ παῖ, δεινά; ὁ αὐτ. ἐν Φ. 628, πρβλ. Ο. Τ. 973· - ἡ [[φράσις]] [[συχνάκις]] ὑπονοεῖ προσταγήν, [[οὔκουν]] μ’ ἐάσεις; δηλ. ἔα με, [[αὐτόθι]] 676, πρβλ. Ο.Κ. 897, κτλ.· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] παεμπιπτούσης λέξεως, οὐ δεινὸν οὐν [[δῆτα]]; Ἀριστοφ. Ἱππ. 875. - Ἴδε [[οὐκοῦν]] ἐν τέλ.
|lstext='''οὔκουν''': Ἰων. [[οὔκων]], Ἐπίρρ. (οὐκ, οὖν): Ι. ἐπὶ εὐθείας ἀρνήσεως, οὐχὶ λοιπόν, Λατ. non ergo, non igitur, itaque non, [[οὔκων]] ποιήσειν [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 2. 139, πρβλ. Ο. Τ. 1357, κτλ,· σπανίως ἐν ἀποδόσει Θουκ. 2. 43· ἀλλ’ ἡ κοινὴ παρ’ Ἡροδ. [[φράσις]] πλησιάζει εἰς τοῦτο, [[ταῦτα]] λέγοντες, τοὺς Κρωτονιήτας οὐκ ὦν ἔπειθον (ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον φέρεται: [[διῃρημένως]]) 3. 137, πρβλ. 138, κτλ.· - ἀλλὰ [[πολλάκις]] ἡ συμπερασματικὴ [[δύναμις]] σχεδὸν δὲν διακρίνεται, ὡς τὸ Λατ. non sane, ἐν διηγήσει, [[οὔκων]] δὴ ἔπειθε Ἡρόδ. 1. 11, 24, 59, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 322, Σοφ. Φ. 872, κτλ· . [[συχν]]. ἐπὶ ἀποκρίσεων, [[αὐτόθι]] 907, 1389, Ἀριστοφ. Ἱππ. 465, κτλ. ΙΙ. ἐν ἐρωτήσεσιν, ὄχι λοιπόν; λοιπὸν ὄχι; ὡς τὸ Λατ. none ergo? καὶ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ὅταν]] ἡ [[ἐρώτησις]] [[εἶναι]] συμπερασματική, προσδοκᾶται δὲ [[ἀπάντησις]] καταφατική, Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, Σοφ. Ἀντ. 512, κτλ.· - ἀλλὰ [[πολλάκις]] ἐπὶ ἁπλῆς ἀναφορᾶς εἰς τὸ προηγούμενον, [[οὔκων]] [[γέλως]] [[ἥδιστος]] εἰς ἐχθροὺς γελᾶν Σοφ. Αἴ. 79· [[οὔκουν]] τάδ’, ὦ παῖ, δεινά; ὁ αὐτ. ἐν Φ. 628, πρβλ. Ο. Τ. 973· - ἡ [[φράσις]] [[συχνάκις]] ὑπονοεῖ προσταγήν, [[οὔκουν]] μ’ ἐάσεις; δηλ. ἔα με, [[αὐτόθι]] 676, πρβλ. Ο.Κ. 897, κτλ.· [[ἐνίοτε]] μετὰ παεμπιπτούσης λέξεως, οὐ δεινὸν οὐν [[δῆτα]]; Ἀριστοφ. Ἱππ. 875. - Ἴδε [[οὐκοῦν]] ἐν τέλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔκουν Medium diacritics: οὔκουν Low diacritics: ούκουν Capitals: ΟΥΚΟΥΝ
Transliteration A: oúkoun Transliteration B: oukoun Transliteration C: oykoun Beta Code: ou)/koun

English (LSJ)

Ion. οὔκων, Adv., (οὐκ, οὖν): I in direct negation, certainly not, at any rate… not, freq. with stress on the word which follows οὖν, οὔκουν Ἀτρεῖδαι τοῦτ' ἔτλησαν εὐφόρως οὕτως ἐνεγκεῖν the Atridae (emphat.) certainly did not consent... S.Ph.872; οὔκουν μ' ἐν Ἄργει γ' οἷα πράττεις λανθάνει Ar.Eq.465; οὔκουν… γε is the neg. of γοῦν, οὔκουν ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ A.Pr.324, cf. S.Ant.321, 993, Ph.907, 1389, E.IA9, IT516, Th.2.43, Pl.Sph.241c, Phdr.258c, X. Mem.4.2.10; οὔκουν ἀπολείψομαί γέ σου... εὶ τοῦτο λέγεις I will not desert (emphat.) you, if that is what you mean, Id.Cyr.4.1.23; οὔκουν γ' ἂν οἶμαι… εἰπεῖν τιναPl.Phd.70b; ἐγὼ τοίνυν κινδυνεύω ἐκτὸς τῶν πάντων εἶναι· οὔκουν ἱκανῶς γε ἔχω… συμβαλέσθαι at any rate I can- not guess... Id.R.398c, cf. Lg.807a, 810e. 2 where οὖν has a resumptive force, οὔκουν ἀπιστεῖν εἰκός accordingly, it is unreasonable to disbelieve... Th.1.10 (referring back to οὐκ ἄν τις ἀπιστοίη ibid.); so οὐκ ἂν οὖν νήσων ἐκράτει… εἰ μὴ ναυτικὸν εἶχε ib.9; οὔκουν χρή Id.2.11; with inferential force, οὔκουν τοῦτο δεῖ δεικνύναι, ὅτι... ἀλλ' ὅτιtherefore one ought to prove not that... but that... Arist.Ph.213a31, cf. Ar.Ra.1065; οὔκουν οἶδα so I don't know, Pl.Cra.384b. II in impassioned questions, almost = οὐ alone, οὔκουν, Προμηθεῦ, τοῦτο γιγνώσκεις, ὅτι; A.Pr.379, cf. Eu.725; οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προύλεγον πάλαι ; S.OT973; οὔκουν τάδ', ὦ παῖ, δεινά ; Id.Ph.628, cf. E.IT 1190, 1196, Ar.Eq.820, Lys.10.12,13, Is.5.34, 11.13, Aeschin.1.85, 2.87, al. (sts., but prob. wrongly, written οὐκοῦν or οὐκ οὖν): sts. separately, οὐ δεινὸν οὖν δῆτ'; Ar.Eq.875: freq. with 2sg. fut., to express an urgent or impatient imper., οὔκουν ἐπείξῃ τῷδε δεσμὰ περιβαλεῖν ; A.Pr.52; οὔκουν μ' ἐάσεις κἀκτὸς εἶ ; S.OT676, cf. Ant.244, Ar.Ra.200, Pl.71, Pl.Smp.175a: also with τις and 3sg. fut., οὔκουν τις ὡς τάχιστα… ἀναγκάσει; S.OC897; or opt. with ἄν, οὔκουν ἂν εἴποις; Id.Aj.1051: with neg. repeated, οὔκουν ἐάσεις οὐδ' ὑπ' εὐφήμου βοῆς θῦσαί με ; Id.El.630. 2 in replies, where the speaker seizes an opening offered by the previous speaker, οὔκουν ὅμαιμος χὠ καταντίον θανών; well, and is not he who died facing him your brother too? Id.Ant.512; οὔκουν γέλως ἥδιστος εἰς ἐχθροὺς γελᾶν; well, and is not the sweetest laughter to laugh over one's enemies? Id.Aj.79; ἴτ' ἐγκονεῖτε, σπεύδεθ', ὡς ὁ καιρὸς οὐχὶ μέλλειν. Answ. οὔκουν ὁρᾷς ὁρμωμένους ἡμᾶς πάλαι προθύμως ; Ar.Pl.257, cf. 916, 1031, Ra.27, 89, 1139, V.171. III in Ion. Prose ὦν (freq. with little meaning) is inserted between οὐκ and a Verb (as elsewh. between a Prep. and a Verb, v. οὖν 11.2), ταῦτα λέγοντες, τοὺς Κροτωνιήτας οὐκ ὦν ἔπειθον Hdt.3.137, cf. 138; οὐκ ὦν δὴ ἔπειθε however, he failed to persuade her, Id.1.11, cf. 24,59,al.

German (Pape)

[Seite 411] ion. οὔκων, 1) also nicht, von den alten Grammatikern zum Unterschiede von dem Folgdn ἀποφατικόν genannt (vgl. B. A. p. 57), ausdrückend, daß eine Negation in nothwendiger Verbindung mit dem Voranstehenden zu denken ist u. daraus folgt, in welcher Bedeutung nach Einigen richtiger getrennt οὐκ οὖν zu schreiben wäre; häufig ergiebt sich aber die Schlußfolge nur aus dem Zusammenhange; οὔκουν ἂν ἐκφύγοι γε τὴν πεπρωμένην, Aesch. Prom. 516, vgl. 322; οὔκουν πατρός γ' ἂν φονεὺς ἦλθον, Soph. O. R. 1357; O. C. 657. 852; οὔκουν ἐπιχώριόν γε πρᾶγμ' ἐργάζεται, Ar. Plut. 342; auch οὔκουν δῆτα, Thesm. 226; οὔκων δὴ ἔπειθεν, er überredete ihn nun nicht, Her. 1, 11. 24. 2, 139 u. öfter; οὔκουν εἰκός γε, ἐξ ὧν σὺ λέγεις, Plat. Phaedr. 258 c; οὔκουν ἀδικίᾳ γε ἕξετε, ὅ τι ἂν ἔχητε, ἀλλὰ φιλανθρωπίᾳ οὐκ ἀφαιρήσεσθε, Xen. Cyr. 7, 5, 73. – 2) bes. in Fragesätzen, also nicht? nun nicht? wenn man eine Folgerung in die Form einer Frage kleidet, auf welche man eine bejahende Antwort erwartet, οὔκουν πόροις ἂν τήνδε δωρεὰν ἐμοί; Aesch. Prom. 619; οὔκουν δίκαιον τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν; Eum. 695, d. h. es ist doch Recht; οὔκουν τάδ', ὦ παῖ, δεινά; Soph. Phil. 624; οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προὔλεγον πάλαι; sagt' ich's dir nun nicht lange vorher? O. R. 937; El. 620 u. öfter; οὔκουν ἐρεῖς; Ar. Plut. 71; u. in Prosa, οὔκουν τῶν γε ἱππέων πολὺ ἡμεῖς ἐπ' ἀσφαλεστέρου ὀχήματός ἐσμεν; Xen. An. 3, 2, 19, vgl. 1, 6, 7; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οὔκουν: Ἰων. οὔκων, Ἐπίρρ. (οὐκ, οὖν): Ι. ἐπὶ εὐθείας ἀρνήσεως, οὐχὶ λοιπόν, Λατ. non ergo, non igitur, itaque non, οὔκων ποιήσειν ταῦτα Ἡρόδ. 2. 139, πρβλ. Ο. Τ. 1357, κτλ,· σπανίως ἐν ἀποδόσει Θουκ. 2. 43· ἀλλ’ ἡ κοινὴ παρ’ Ἡροδ. φράσις πλησιάζει εἰς τοῦτο, ταῦτα λέγοντες, τοὺς Κρωτονιήτας οὐκ ὦν ἔπειθον (ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον φέρεται: διῃρημένως) 3. 137, πρβλ. 138, κτλ.· - ἀλλὰ πολλάκις ἡ συμπερασματικὴ δύναμις σχεδὸν δὲν διακρίνεται, ὡς τὸ Λατ. non sane, ἐν διηγήσει, οὔκων δὴ ἔπειθε Ἡρόδ. 1. 11, 24, 59, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 322, Σοφ. Φ. 872, κτλ· . συχν. ἐπὶ ἀποκρίσεων, αὐτόθι 907, 1389, Ἀριστοφ. Ἱππ. 465, κτλ. ΙΙ. ἐν ἐρωτήσεσιν, ὄχι λοιπόν; λοιπὸν ὄχι; ὡς τὸ Λατ. none ergo? καὶ εἶναι ἐν χρήσει ὅτανἐρώτησις εἶναι συμπερασματική, προσδοκᾶται δὲ ἀπάντησις καταφατική, Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, Σοφ. Ἀντ. 512, κτλ.· - ἀλλὰ πολλάκις ἐπὶ ἁπλῆς ἀναφορᾶς εἰς τὸ προηγούμενον, οὔκων γέλως ἥδιστος εἰς ἐχθροὺς γελᾶν Σοφ. Αἴ. 79· οὔκουν τάδ’, ὦ παῖ, δεινά; ὁ αὐτ. ἐν Φ. 628, πρβλ. Ο. Τ. 973· - ἡ φράσις συχνάκις ὑπονοεῖ προσταγήν, οὔκουν μ’ ἐάσεις; δηλ. ἔα με, αὐτόθι 676, πρβλ. Ο.Κ. 897, κτλ.· ἐνίοτε μετὰ παεμπιπτούσης λέξεως, οὐ δεινὸν οὐν δῆτα; Ἀριστοφ. Ἱππ. 875. - Ἴδε οὐκοῦν ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. dans les propos. affirm.
1 certes ne… pas, assurément ne… pas;
2 pourtant ne… pas, cependant ne… pas;
3 donc ne… pas, par conséquent ne… pas;
II. dans les propos. interrog. qui supposent une réponse affirm.
1 donc ne… pas ? en vérité ne… pas ? (cf. lat. nonne ?) : οὔκουν τάδε δεινά ; SOPH n’est-ce donc pas en effet terrible ? ; οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προὔλεγον πάλαι ; SOPH ne te le disais-je donc pas déjà depuis longtemps ?;
2 donc ne… pas, c’est pourquoi ne… pas.
Étymologie: οὐκ, οὖν.

Greek Monotonic

οὔκουν: Ιων. οὔκ-ων, επίρρ. (οὐκ, οὖν
I. σε ευθεία άρνηση, επομένως όχι, όχι λοιπόν, Λατ. non ergo, non igitur, itaque non, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· σπανίως σε απόδοση υποθετικής πρότασης· αλλά η συμπερασματική ισχύς του σχεδόν δεν διακρίνεται, όπως το Λατ. non sane, σε αφήγηση· οὔκων δὴ ἔπειθεν, λοιπόν απέτυχε να τον πείσει, σε Ηρόδ.
II. σε ερωτήσεις, συνεπώς όχι; όχι λοιπόν; όχι; όπως το Λατ. nonne ergo? σε Αισχύλ.· πρβλ. το επόμ.

Russian (Dvoretsky)

οὔκουν: ион. οὔκ-ων adv. иногда раздельно
1) все же не, однако не: οὔ. δὴ πείθειν αὐτὸν τούτοισι Her. он, однако, не уговорил (их) этими словами; οὔ. ἔμοιγε δοκεῖ Xen. я все же (так) не думаю; οὔ. ἂν ἐκφύγοι γε τὴν πεπρωμένην Aesch. все же (и Зевсу) не избежать судьбы;
2) ведь не: οὔ. σῆς ἀπεστάτουν φρενός Soph. я ведь (никогда) не сторонился твоих мнений;
3) конечно не: ἀλλὰ μὴν τοῦτό γε οὐκ ἀνετέον. - Οὔ. δή Plat. но ведь этого же нельзя допустить. - Конечно, нет;
4) следовательно не: οὔ. ἀδικίᾳ γε ἕξετε ὅ, τι ἂν ἔχητε Xen. вы, стало быть, не будете незаконными обладателями того, что вы имеете; οὔ. ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; Soph. так, стало быть (по-твоему), нельзя передумать?;
5) (в вопросах) разве?, (неправда) ли? (οὔ. τάδε δεινά; Soph.): οὔ. μ᾽ ἐάσεις; Soph. не оставишь ли ты меня (наконец, в покое)?

Middle Liddell

[οὐκ, οὖν]
I. in direct negation, not therefore, so not, Lat. non ergo, non igitur, itaque non, Hdt., Soph., etc.; rarely in apodosi:—but the inferential force is scarcely discernible, like Lat. non sane, in narrative, οὔκων δὴ ἔπειθε so he failed to persuade him, Hdt.
II. in interrog. not therefore? not then? and so not? like Lat. nonne ergo? Aesch.; cf. οὐκοῦν.