οὐλόμενος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλόμενος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὀλόμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄλλυμι]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημασ., καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 92˙ [[μῆνις]] Ἰλ. Α. 2˙ Ἄτη Τ. 92˙ [[φάρμακον]] Ὀδ. Κ. 394˙ γαστὴρ Ο. 344˙ [[γῆρας]] Ἡσιόδ. Θ. 225, κτλ.˙ [[νοῦσος]] Πινδ. Π. 4. 521 ἔριδες, [[ὕβρις]] Θέογν. 390, 1174˙ ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, [[στένω]] σε τᾶς οὐλ. τύχας Αἰσχύλ. Πρ. 399˙ πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα δισσῶν Εὐρ. Φοίν. 1529. ΙΙ. ἡ παθ. [[σημασία]] τῆς λέξ., [[δυστυχής]], [[ἀτυχής]], ἀπολωλώς, «χαμένος», Λατιν. perditus, δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐκ χωρίων, [[οἷον]] τὸ ἐν Ἰλ. Ξ. 84, ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 92˙ παρὰ δὲ τῷ Εὐρ. Ι. Α. 793, Ι. Τ. 1109, διώρθωσεν ὀλλύμενος ὁ Erf., ἀλλ’ ἐν Ὀρέστῃ 1307, βεβαίως ὑπάρχει ὀλομένους ἀντὶ ὀλλυμένους˙ καὶ δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον, θλιβερόν, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 152.
|lstext='''οὐλόμενος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὀλόμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄλλυμι]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. μετὰ ἐνεργ. σημασ., καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], [[θανατηφόρος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 92˙ [[μῆνις]] Ἰλ. Α. 2˙ Ἄτη Τ. 92˙ [[φάρμακον]] Ὀδ. Κ. 394˙ γαστὴρ Ο. 344˙ [[γῆρας]] Ἡσιόδ. Θ. 225, κτλ.˙ [[νοῦσος]] Πινδ. Π. 4. 521 ἔριδες, [[ὕβρις]] Θέογν. 390, 1174˙ ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, [[στένω]] σε τᾶς οὐλ. τύχας Αἰσχύλ. Πρ. 399˙ πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα δισσῶν Εὐρ. Φοίν. 1529. ΙΙ. ἡ παθ. [[σημασία]] τῆς λέξ., [[δυστυχής]], [[ἀτυχής]], ἀπολωλώς, «χαμένος», Λατιν. perditus, δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐκ χωρίων, [[οἷον]] τὸ ἐν Ἰλ. Ξ. 84, ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 92˙ παρὰ δὲ τῷ Εὐρ. Ι. Α. 793, Ι. Τ. 1109, διώρθωσεν ὀλλύμενος ὁ Erf., ἀλλ’ ἐν Ὀρέστῃ 1307, βεβαίως ὑπάρχει ὀλομένους ἀντὶ ὀλλυμένους˙ καὶ δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον, θλιβερόν, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 152.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:59, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλόμενος Medium diacritics: οὐλόμενος Low diacritics: ουλόμενος Capitals: ΟΥΛΟΜΕΝΟΣ
Transliteration A: oulómenos Transliteration B: oulomenos Transliteration C: oulomenos Beta Code: ou)lo/menos

English (LSJ)

η, ον, poet. (metri gr.) for ὀλόμενος, aor. part. of ὄλλυμαι, used as a term of abuse, A accursed, i.e. one of or to whom the word ὄλοιτο (or ὄλοιο) may be used (opp. ὀνήμενος), Il.14.84; ἄλοχος Od.4.92; μῆνις Il.1.2; Ἄτη 19.92; φάρμακον Od.10.394; γαστήρ 15.344; Γῆρας Hes.Th.225, etc.; νοῦσος Pi.P.4.293; ἔριδες, ὕβρις, Thgn.390, 1174; Νεῖκος Emp.17.19: used by Trag. in lyr., στένω σετᾶς οὐ. τύχας A.Pr.399; πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν' αἰκίσματα νεκρῶν E. Ph.1529; also in trim. in unlengthd. form, ὀλόμενε παίδων, ποῖον εἴρηκας λόγον ; Trag.Adesp.2 (= S.Fr.185). II ruined, lost: hence, unhappy, wretched, ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ A.Ch.152; in lit. sense, ἃ πλείστους ἔκανεν Ἑλλάνων δορὶ παρὰ ποταμὸν ὀλομένους E.Or.1307; πύργων ὀλομένων (v.l. οὐλ.) Id.IT1109; τίς ἄρα μ'… πατρίδος οὐλομένας ἀπολωτιεῖ ; Id.IA792 (in the two last passages Erfurdt conjectured ὀλλυμένων, ὀλλυμένας); Aeol. ὠλόμενος dub. sens. in Alc.Oxy.1788Fr.4.20.

German (Pape)

[Seite 413] eigtl. poet. für ὀλόμενος, part. aor. II. med. von ὄλλυμι, nur adjectivisch gebraucht, verderblich, Unheil bringend; von Personen, Il. 14, 84; ἄλοχος, Od. 4, 92. 11, 410 u. öfter; von Sachen, γαστήρ, 17, 474, öfter; μῆνιν οὐλομένην, ἣ μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν, Il. 1, 2; aber Od. 18, 273, γάμος οὐλομένης ἐμέθεν, τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα, erklärt man des Zusatzes wegen für »verloren«, »unglücklich«, Apoll. L. H. τῆς ἀπολομένης; – Pind. nennt das Alter u. die Krankheit so, P. 4, 293. 10, 41; vgl. Hes. Th. 225; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 802. – Bei Soph. Ant. 833 steht οὐλομένα, sonst nicht bei Tragg., daher man auch bei Soph. hat ändern wollen.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόμενος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀλόμενος, μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ ὄλλυμι, ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. μετὰ ἐνεργ. σημασ., καταστρεπτικός, ὀλέθριος, θανατηφόρος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 92˙ μῆνις Ἰλ. Α. 2˙ Ἄτη Τ. 92˙ φάρμακον Ὀδ. Κ. 394˙ γαστὴρ Ο. 344˙ γῆρας Ἡσιόδ. Θ. 225, κτλ.˙ νοῦσος Πινδ. Π. 4. 521 ἔριδες, ὕβρις Θέογν. 390, 1174˙ ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, στένω σε τᾶς οὐλ. τύχας Αἰσχύλ. Πρ. 399˙ πρὸς ἀδελφῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα δισσῶν Εὐρ. Φοίν. 1529. ΙΙ. ἡ παθ. σημασία τῆς λέξ., δυστυχής, ἀτυχής, ἀπολωλώς, «χαμένος», Λατιν. perditus, δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐκ χωρίων, οἷον τὸ ἐν Ἰλ. Ξ. 84, ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 92˙ παρὰ δὲ τῷ Εὐρ. Ι. Α. 793, Ι. Τ. 1109, διώρθωσεν ὀλλύμενος ὁ Erf., ἀλλ’ ἐν Ὀρέστῃ 1307, βεβαίως ὑπάρχει ὀλομένους ἀντὶ ὀλλυμένους˙ καὶ δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον, θλιβερόν, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 152.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 perdu, ruiné;
2 pernicieux, funeste.
Étymologie: part. ao.2 Moy. de ὄλλυμι, p. ὀλόμενος.

English (Autenrieth)

(ὄλλῦμι): accursed, cursed, properly designating that upon which the imprecation ὄλοιο has been pronounced.

English (Slater)

οὐλόμενος
   1 wretched οὐλομέναν νοῦσον (P. 4.293) γῆρας οὐλόμενον (P. 10.41) στάσιν οὐλομέναν (Pae. 9.15)

Greek Monolingual

οὐλόμενος, -ένη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος)
1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ' οὐλόμενον», Ησίοδ.)
2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς
3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετικοποιημένος τ. της μτχ. του μέσου αορ. β' ὠλόμην του ὄλλυμι, με μετρική έκταση του ο- σε ου-].

Greek Monotonic

οὐλόμενος: -η, -ον, Αττ. ὀλόμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι, το οποίο χρησιμ. ως επίθ.
I. καταστροφικός, φθοροποιός, ολέθριος, μοιραίος, Λατ. fatalis, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. δυστυχής, αφανισμένος, χαμένος, Λατ. perditus, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

οὐλόμενος: атт. ὀλόμενος 3 [part. aor. 2 к ὄλλυμι
1) губительный, пагубный, роковой (μῆνις Ἀχιλῆος, ἄλοχος, φάρμακον Hom.; γῆρας Hes.; νοῦσος Pind.; αἱ τύχαι Aesch.);
2) погибший, злополучный (πλεῖστοι Ἑλλάνων Eur.): ἵετε δάκρυ ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ Aesch. лейте скорбные слезы над погибшим господином (т. е. над Агамемноном).

Middle Liddell

οὐλόμενος, η, ον [aor2 mid. part. of ὄλλυμι, used as adj.]
I. destructive, baneful, Lat. fatalis, Hom., Hes., etc.
II. unhappy, undone, lost, Lat. perditus, Aesch., Eur.