σκυβαλίζω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῠβᾰλίζω''': θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, [[ἀπορρίπτω]] | |lstext='''σκῠβᾰλίζω''': θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, [[ἀπορρίπτω]] μετὰ περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ [[λαμπρίζομαι]], Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - [[ὡσαύτως]] σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σκυβλίζω]] Α [[σκύβαλον]]<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[σκύβαλο]], [[απορρίπτω]] με [[περιφρόνηση]]<br /><b>2.</b> [[βεβηλώνω]], [[ατιμάζω]], [[μιαίνω]]. | |mltxt=και [[σκυβλίζω]] Α [[σκύβαλον]]<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[σκύβαλο]], [[απορρίπτω]] με [[περιφρόνηση]]<br /><b>2.</b> [[βεβηλώνω]], [[ατιμάζω]], [[μιαίνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 20 April 2021
English (LSJ)
A look on as dung, reject contemptuously, D.H.Orat.Vett. 1, cf. σκυβλίζω:—Pass., opp. λαμπρίζομαι, Pempel. ap. Stob.4.25.52, cf. LXX Si.26.26:—later σκῠβᾰλ-εύω, Sch.Luc.Nec.17 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 906] wie Koth achten, verächtlich behandeln, τινά, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠβᾰλίζω: θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, ἀπορρίπτω μετὰ περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ λαμπρίζομαι, Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - ὡσαύτως σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και σκυβλίζω Α σκύβαλον
1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση
2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω.