ἐπίρροθος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίρροθος''': -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ [[ἐπίρροθος]] ἦεν [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι [[ἐπίρροθος]] ἐλθὲ [[ποδοῖιν]] Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι [[εἰσί]], «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, [[ἐπειδὴ]] πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι [[ἄμμι]] πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., [[πύργος]], [[μῆτις]] [[ἐπίρροθος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - [[μετὰ]] γεν., παρέχων βοήθειαν [[ἐναντίον]] τινός, νύκτερον [[τέλος]] [[μολεῖν]], παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ [[ἐπιτάρροθος]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ [[ἄπαυστος]] [[κακολογία]], Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - [[ἐντεῦθεν]], ἀξιόμεμπτος, [[ταπεινός]], μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.
|lstext='''ἐπίρροθος''': -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ [[ἐπίρροθος]] ἦεν [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι [[ἐπίρροθος]] ἐλθὲ [[ποδοῖιν]] Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι [[εἰσί]], «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, [[ἐπειδὴ]] πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι [[ἄμμι]] πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., [[πύργος]], [[μῆτις]] [[ἐπίρροθος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - μετὰ γεν., παρέχων βοήθειαν [[ἐναντίον]] τινός, νύκτερον [[τέλος]] [[μολεῖν]], παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ [[ἐπιτάρροθος]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ [[ἄπαυστος]] [[κακολογία]], Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - [[ἐντεῦθεν]], ἀξιόμεμπτος, [[ταπεινός]], μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρροθος Medium diacritics: ἐπίρροθος Low diacritics: επίρροθος Capitals: ΕΠΙΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: epírrothos Transliteration B: epirrothos Transliteration C: epirrothos Beta Code: e)pi/rroqos

English (LSJ)

ον, A coming to the rescue; as Subst., helper, τοίη οἱ ἐ. ἦεν Ἀθήνη Il.4.390; θεὰ... μοι ἐ. ἐλθὲ ποδοῖιν 23.770; μακραὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσίν Hes.Op.560; ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε A.R.2.1193: also as Adj., μῆτις, πύργος ἐ., ib.1068, 4.1045: c. gen., giving aid against, νύκτερον τέλος . . ἀλγέων ἐ. A.Th.368 (lyr.); cf. ἐπιτάρροθος. 2. [ὁδὸς] λείη καὶ . easy (?), AP7.50 (Archim.). II. ἐ. κακά reproaches bandied backwards and forwards, abusive language, S.Ant.413. 2. δώμαθ' . . ἐ. full of fault-finding, Id.Fr.583.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρροθος: -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνη Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι ἐπίρροθος ἐλθὲ ποδοῖιν Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί, «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, ἐπειδὴ πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., πύργος, μῆτις ἐπίρροθος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - μετὰ γεν., παρέχων βοήθειαν ἐναντίον τινός, νύκτερον τέλος μολεῖν, παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ ἐπιτάρροθος (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ ἄπαυστος κακολογία, Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - ἐντεῦθεν, ἀξιόμεμπτος, ταπεινός, μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’élance au secours de, τινι ; p. ext. secourable, efficace, utile ; avec le gén. secourable contre;
2 qui s’élance sur ou contre ; fig. qui blâme, qui injurie.
Étymologie: ἐπί, ῥόθος.

English (Autenrieth)

(cf. ἐπιτάρροθος): helper. (Il.)

Spanish

que socorre

Greek Monolingual

ἐπίρροθος, -ον (Α) ρόθος
1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.)
2. προστάτης, προστατευτικός
3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει
4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός
5. επίμεμπτος, ταπεινός, μηδαμινός («ὠθούμεθ’ ἔξω... αἱ μὲν ξένους πρὸς ἄνδρας... αἱ δ’ εἰς ἀήθη δώμαθ’, αἱ δ’ ἐπίρροθα», Σοφ.)
6. ο πολύ χρήσιμος, ο σωτήριος.

Greek Monotonic

ἐπίρροθος: -ον, I. αυτός που σπεύδει προς διάσωση, βοηθός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει βοήθεια εναντίον κάποιου, σε Αισχύλ.
II. ἐπ. κακά, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, κακολόγος, σε Σοφ., πρβλ. ἐπιτάρροθος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίρροθος:
1) спешащий на выручку, оказывающий помощь (τινι Hom.; εὐφρόναι Hes.);
2) спасающий, избавляющий (ἀλγέων Aesch.);
3) резкий, язвительный, оскорбительный: κινῶν ἄνδρα ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν Soph. возбуждая друг друга колкостями;
4) достойный порицания, дрянной (δώματα Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. and f.,
Meaning: helper, helping (Δ 390, Ψ770; Hes. Op. 560; abusive language (S. Ant. 413, Fr. 583, 10), as adjunct of ὁδός = where the cars rage (AP 7, 50).
Other forms: as adj. also -ον n.
Derivatives: ἐπιρροθέω shout in answer, rage against (Trag., D. H.). Not to be separated from ῥόθος noise, ῥοθέω rage; in the epic come with noise to somebody = with noise coming to help, vgl. Brugmann BphW 39, 136ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Schwyzer Glotta 12, 15f. ἐπίρροθος helper in Hom. wrong for usual ἐπιτάρροθος, s. v.

Middle Liddell

ἐπίρ-ροθος, ον [Cf. ἐπιτάρροθος.]
I. hasting to the rescue, a helper, Il., Hes.: —c. gen. giving aid against, Aesch.
II. ἐπ. κακά reproaches bandied backwards and forwards, abusive language, Soph.

Frisk Etymology German

ἐπίρροθος: {epírrothos}
Forms: als Adj. auch -ον n.
Grammar: m. und f.,
Meaning: ‘Helfer, -in, helfend’ (Δ 390, Ψ770; Hes. Op. 560, A. R.; auch A. Th. 368 [lyr.]); ‘entgegen-, umlärmend, scheltend’ (S. Ant. 413, Fr. 583, 10), als Beiwort von ὁδός = wo die Fahrzeuge lärmen (AP 7, 50).
Derivative: Daneben ἐπιρροθέω umlärmen, zurufen, umtoben, schelten (Trag., D. H.). Von ῥόθος Lärm, ῥοθέω lärmen nicht zu trennen; für das Epos ist eine expressive Bedeutung ‘lärmend auf jem. zukommend’ = mit Lärm herbeieilend, zu Hilfe kommend anzunehmen, vgl. Brugmann BphW 39, 136ff.
Etymology : Nach Schwyzer Glotta 12, 15f. wäre ἐπίρροθος ‘Helfer(in)’ bei Hom. fehlerhaft für das gewöhnlichere und allein richtige ἐπιτάρροθος, s. d.
Page 1,541