πρίστις: Difference between revisions
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
m (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pristis | |Transliteration C=pristis | ||
|Beta Code=pri/stis | |Beta Code=pri/stis | ||
|Definition=εως, ἡ, prob. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[saw-fish]], [[Pristis antiquorum]], <span class="bibl">Epich.59</span> (v. infr.), <span class="title">AP</span>7.506.10 (Leon.), <span class="bibl">Polycharm.1</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.370</span>, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>9.49</span>; coupled with [[βοῦς]] (v. βοῦς ''III'') but | |Definition=εως, ἡ, prob. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[saw-fish]], [[Pristis antiquorum]], <span class="bibl">Epich.59</span> (v. infr.), <span class="title">AP</span>7.506.10 (Leon.), <span class="bibl">Polycharm.1</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.370</span>, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>9.49</span>; coupled with [[βοῦς]] (v. βοῦς ''III'') but distinguished from [[δελφίς]], [[φάλαινα]] and other animals which have a blow-hole instead of gills in <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>566b3</span>. ([[πρῆστις]] is read in Epich.l.c., Opp.l.c. (v.l. [[πρίστις]]), Ael. l.c., Suid., but [[πρίστις]] in Arist., Polycharm., <span class="title">AP</span> ll.cc. and [[pristis]] is the Lat. form, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>9.4</span>,<span class="bibl">41</span>; the spelling [[πρῆστις]] was perh. due to the idea that it was a 'spouter'; there was further a supposed connection between [[πρίω]] and <b class="b3">πρήθω; πρίεται· φυσοῦται</b>, Hsch., cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>687.39</span>; v. [[πρίω]] <span class="bibl">11.2</span> fin.) </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ship of war]], prob. from its shape, <span class="bibl">Plb.18.1.1</span>, <span class="bibl">16.2.9</span>(pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> a kind of [[cup]], also from the shape, π., τραγέλαφος κτλ. <span class="bibl">Diph.80</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> ornamental part of a surgical machine, <span class="bibl">Orib.49.4.42</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">V</span> a stone-mason's implement, <span class="title">IG</span>12.313.130; gen.pl. <b class="b3">πριστίω[ν</b>] dub. sens. in ib.42(1).118.15 (Epid., iii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:05, 29 August 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, prob. A saw-fish, Pristis antiquorum, Epich.59 (v. infr.), AP7.506.10 (Leon.), Polycharm.1, Opp.H.1.370, Ael. NA9.49; coupled with βοῦς (v. βοῦς III) but distinguished from δελφίς, φάλαινα and other animals which have a blow-hole instead of gills in Arist.HA566b3. (πρῆστις is read in Epich.l.c., Opp.l.c. (v.l. πρίστις), Ael. l.c., Suid., but πρίστις in Arist., Polycharm., AP ll.cc. and pristis is the Lat. form, Plin.HN9.4,41; the spelling πρῆστις was perh. due to the idea that it was a 'spouter'; there was further a supposed connection between πρίω and πρήθω; πρίεται· φυσοῦται, Hsch., cf. EM687.39; v. πρίω 11.2 fin.) II ship of war, prob. from its shape, Plb.18.1.1, 16.2.9(pl.). III a kind of cup, also from the shape, π., τραγέλαφος κτλ. Diph.80. IV ornamental part of a surgical machine, Orib.49.4.42. V a stone-mason's implement, IG12.313.130; gen.pl. πριστίω[ν] dub. sens. in ib.42(1).118.15 (Epid., iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 702] ἡ, 1) ein großer, übrigens unbestimmter Meerfisch, wie κῆτος, eigtl. ein Wallfisch, od. der Sprüh-, od. Spritzfisch, nach dem Wasserstrahl benannt, den mehrere dieser Thiere von sich blasen (nach Buttm. Lexil. I p. 109 aber eigtl. der Sägefisch, πρίστης); Leon. Tar. 95 (VII, 506); Ath. VIII, 333 f. Auch πρῆστις findet sich. – 2) Eine Art Kriegsschiff, wahrscheinlich wegen seiner langen, einem großen Fische ähnlichen Gestalt; Pol. 17, 1; λέμβοι σὺν ταῖς πρίστεσι, 16, 2, 9; navis rostrata, Liv. 32, 32, vgl. 35, 26. 44, 28. – Bei Ath. XI, 784 a u. sonst auch eine Art großer Pokal.
Greek (Liddell-Scott)
πρίστις: -εως, ἡ, μέγας τις ἰχθύς, πιθανῶς ἐκ τοῦ εἴδους τῆς φαλλαίνης, Ἐπίχ. 30 Ahr., Ἀνθ. Π. 7. 506, Ὀππ. Ἁλ. 1. 370, Πολύχαρμ. παρ’ Ἀθην. 333F, Αἰλ. π. Ζ. 9. 49· pristis et balaena, Πλίν. 9. 3· καὶ ἕτερος τύπος φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ pistrix· ― παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 1 μνημονεύεται μεταξὺ τῶν κητῶν· ― ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Gesner διορθοῖ πρῆστις (ἐκ τοῦ πρήθω), τὸ φυσῶν κῆτος, πρβλ. φυσητήρ. Ἀλλ’ ἂν καὶ φέρεται ἐν τῷ κειμένῳ πάντων τῶν μνημονευθέντων χωρίων πρῆστις, πλὴν παρ’ Ἀριστ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ., ἀπαντᾷ ὅμως σταθερῶς ὡς διάφ. γραφ. ὁ τύπος πρίστις, ἡ δὲ ὕπαρξις τοῦ Λατ. pristis, pristix, δικαιολογεῖ τὸν κοινὸν τύπον, ὅστις φαίνεται ὅτι εἶναι ποικιλία τις τοῦ πρῆστις, ὡς αἱ λ. σκίμπτομαι, σκίπων, τῶν σκήπτομαι, σκήπων. ― Μάλιστα φαίνεται ὅτι ἐπιστεύετο ὅτι τὸ πρίω παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ πρήθω, φυσῶ, ἴδε τὸ γλώσσημα τοῦ Ἡσυχίου («πρίεται, φυσοῦται»), καὶ τὴν ἐτυμολογίαν τοῦ πρήθω ἐκ τοῦ πρίω ἐν Ἐτυμολ. Μεγ.· καὶ ἡ ἐξήγησις αὕτη ἐφηρμόζετο εἰς Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1671 (ἴδε ἐν λ. πρίω ΙΙ)· ὁ Λοβ. ἀνέγνω φυσιοῦται ἀντὶ φυσοῦται παρ’ Ἡσύχ.· πρβλ. ὡσαύτως Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 326 (Ἔκδ. Μεγ.) ΙΙ. εἶδος πολεμικοῦ πλοίου, πιθ. ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, Πολύβ. 17. 1, 1, πρβλ. 16. 2, 9· τὸ Λατ. navis rostrata, πρβλ. Λίβ. 32. 32., 35. 26, 44. 28. ΙΙΙ. εἶδος ποτηρίου, ὁμοίως ἐκ τοῦ σχήματος, πρ., τραγέλαφος, κτλ. Δίφιλ. ἐν «Τιθρ.» 1, πρβλ. Ἀθήν. 496Β, 784Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
sorte de requin, dont les mâchoires tranchent comme une scie, poisson.
Étymologie: πρίω.
Greek Monolingual
και πρῆστις, -ήστεως, Α
1. το ψάρι πρίστης
2. είδος πολεμικού πλοίου που ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή το σχήμα του έμοιαζε με πριόνι
3. είδος ποτηριού που έμοιαζε με πριόνι
4. χειρουργικό πριόνι
5. εργαλείο λιθοξόου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ, λ. πρίω) + επίθημα -τις. Η λ. θεωρείται θηλ. του πρίστης (πρβλ. κνῆστις, -εως, θηλ. ενός κνήστης). Η γρφ. πρῆστις δεν θεωρείται ορθή].
Russian (Dvoretsky)
πρίστις: εως ἡ
1) Anth. = πρίστης;
2) «пила-рыба» (лат. navis rostrata, род военного корабля с острым клювом) Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρίστις -εως, ἡ [1. πρίω] zaagvis.