ἔποικος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔπ-οικος,<br /><b class="num">I.</b> one who has [[settled]] [[among]] strangers, a [[settler]], [[alien]], Soph., Plat.<br /><b class="num">2.</b> a [[colonist]], Ar., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[neighbouring]], Aesch.: [[hence]] [[again]] as Subst. a [[neighbour]], one near, Soph.
|mdlsjtxt=ἔπ-οικος,<br /><b class="num">I.</b> one who has [[settled]] [[among]] strangers, a [[settler]], [[alien]], Soph., Plat.<br /><b class="num">2.</b> a [[colonist]], Ar., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[neighbouring]], Aesch.: [[hence]] [[again]] as [[substantive]] a [[neighbour]], one near, Soph.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[colonist]]
|woodrun=[[colonist]]
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποικος Medium diacritics: ἔποικος Low diacritics: έποικος Capitals: ΕΠΟΙΚΟΣ
Transliteration A: époikos Transliteration B: epoikos Transliteration C: epoikos Beta Code: e)/poikos

English (LSJ)

ὁ, A settler, sojourner, Pi.O.9.69. 2 stranger, alien, S. El.189 (lyr., as fem.), cf. Pl.Lg.742a, GDI5048 (Crete). 3 more freq., colonist, Ar.Av.1307, IG9(1).334.5 (in Locr. form ἐπίϝοικος), ib.12.397; ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν, Th.2.27, Isoc.5.6; esp. of additional settlers, ἐ. δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι, Arist.Pol.1303a28,37; λαὸν ἔποικον ἄγοις Call.Aet.Oxy.2080.69, cf.Ant.Lib.4.4, al. II neighbouring, ἔ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος A.Pr.411(lyr.). 2 Subst. neighbour, S.OC506.

German (Pape)

[Seite 1007] der nach einem schon bewohnten Orte geht u. sich dort niederläßt (ein Haus dazu baut), der Ansiedler, Pind. Ol. 9, 74, wo der Schol. erkl. τοὺς ἐνοικοῦντας ξένους; ἐποίκους ἔπεμψαν Ἀθηναῖοι Thuc. 2, 27; Folgde; ἐποίκους ἀποστέλλειν εἰς χώραν Isocr. 5, 6. Vgl. aber ἄποικος. – Ankömmling, Fremdling, δοῦλος καὶ ἔποικος Plat. Legg. V, 742 a; Soph. El. 182. – Der Anwohnende, Nachbar, Soph. O. C. 507; adj., ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος Aesch. Prom. 409, wenn es nicht allgemeiner "bewohnt" ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποικος: ὁ, ὁ ἐγκατασταθεὶς μεταξὺ ξένων, Πινδ. Ο. 9. 105· ἐντεῦθεν, ξένος, ἀλλότριος, ὁ μηδὲν δικαίωμα πολιτικὸν κεκτημένος, παραπλήσιον τοῦ μέτοικος, Σοφ. Ἠλ. 189 (ὡς θηλ.), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 2602. 2) συνηθέστερον, ὁ ἀπερχόμενος ἢ πεμπόμενός που ὡς μετανάστης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1307· ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν Θουκ. 2. 27 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἰσοκρ. 83C· δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11 καὶ 13· πρβλ. ἄποικος, σύνοικος. ΙΙ. γείτων, γειτονικός, ἐπ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος Αἰσχύλ. Πρ. 410· γειτνιάζων, Σοφ. Ο. Κ. 506.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui habite auprès, voisin, gén.;
II. qui vient s’établir dans un pays :
1 colon;
2 étranger.
Étymologie: ἐπί, οἶκος.

English (Slater)

ἔποικος
   1 colonist, settler υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων (O. 9.69)

Greek Monolingual

ο (AM ἔποικος, -ον)
1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή
2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή
μσν.
κάτοικος
αρχ.
1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά δικαιώματα («μισθοὺς μισθωτοῖς δούλοις καὶ ἐποίκοις ἀποτίνειν», Πλάτ.)
2. γειτονικός, κοντινός («ὁπόσοι τ’ ἔποικον ἁγνᾱς Ἀσίας ἔδος νέμονται», Αισχύλ.)
3. (για ζώα) ντόπιος
4. το αρσ. ως ουσ.ἔποικος
γείτονας («ἥν δέ του σπάνιν τιν’ ἴσχης, ἔστ’ ἔποικος ὅς φράσει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίκος (πρβλ. άποικος < από + οίκος)].

Greek Monotonic

ἔποικος: ὁ,
I. αυτός που έχει εγκατασταθεί μεταξύ ξένων, άποικος, μετανάστης, αλλοεθνής, ξένος, σε Σοφ., Πλάτ.
2. αποικιστής, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. ως επίθ., γειτονικός, σε Αισχύλ.· απ' όπου, ως ουσ., γειτονικός, κοντινός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔποικος: II
1) поселенец, колонист (ἐποίκους πέμπειν Thuc. или ἀποστέλλειν Isocr.);
2) пришелец, чужеземец Soph., Plat.;
3) живущий рядом, (местный) житель Soph., Plut.
соседний (ἕδος Ἀσίας Aesch.).

Middle Liddell

ἔπ-οικος,
I. one who has settled among strangers, a settler, alien, Soph., Plat.
2. a colonist, Ar., Thuc.
II. as adj. neighbouring, Aesch.: hence again as substantive a neighbour, one near, Soph.

English (Woodhouse)

colonist

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)