ἠνεμόεις: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠνεμόεις''': Δωρ. [[ἀνεμόεις]], εσσα, εν, ([[ἄνεμος]]) [[πλήρης]] ἀνέμου, [[ἀνεμώδης]], εἰς τὸν ἄνεμον ἐκτεθειμένος, ἀνεμιζόμενος, ἐπὶ ὑψηλῶν βουνῶν ἢ τόπων ὀρεινῶν, δι’ ἄκριας ἠνεμοέσσας Ὀδ. Ι. 400· [[συχν]]. ἐπὶ τοῦ Ἰλίου, [[προτὶ]] Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Ἰλ. Γ. 305 κτλ.· πτύχες ἠνεμόεσσαι, φάραγγες διαπνεόμεναι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Τ. 432· ἐπὶ δένδρων, ἐρινεὸς Ἰλ. Χ. 145· οὕτω παρὰ Τυρτ. 1. 3, Πινδ. Ο. 4. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 781, κλπ. 2) ἐπὶ κινήσεως, [[ὁρμητικός]], αἰγίδες Αἰσχύλ Χο. 591· [[αὔρα]] Σοφ. Τρ. 953· λαγωὸς Νικ. Θ. 453· ἀνεμόεν [[φρόνημα]], ταχεῖα ὡς [[ἄνεμος]] [[σκέψις]], κατ’ ἄλλους ὑψηλή, Σοφ. Ἀντ. 354. 3) ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πληρούμενος, [[ἱστίον]] Πίνδ. Π. 1. 177.
|lstext='''ἠνεμόεις''': Δωρ. [[ἀνεμόεις]], εσσα, εν, ([[ἄνεμος]]) [[πλήρης]] ἀνέμου, [[ἀνεμώδης]], εἰς τὸν ἄνεμον ἐκτεθειμένος, ἀνεμιζόμενος, ἐπὶ ὑψηλῶν βουνῶν ἢ τόπων ὀρεινῶν, δι’ ἄκριας ἠνεμοέσσας Ὀδ. Ι. 400· συχν. ἐπὶ τοῦ Ἰλίου, [[προτὶ]] Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Ἰλ. Γ. 305 κτλ.· πτύχες ἠνεμόεσσαι, φάραγγες διαπνεόμεναι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Τ. 432· ἐπὶ δένδρων, ἐρινεὸς Ἰλ. Χ. 145· οὕτω παρὰ Τυρτ. 1. 3, Πινδ. Ο. 4. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 781, κλπ. 2) ἐπὶ κινήσεως, [[ὁρμητικός]], αἰγίδες Αἰσχύλ Χο. 591· [[αὔρα]] Σοφ. Τρ. 953· λαγωὸς Νικ. Θ. 453· ἀνεμόεν [[φρόνημα]], ταχεῖα ὡς [[ἄνεμος]] [[σκέψις]], κατ’ ἄλλους ὑψηλή, Σοφ. Ἀντ. 354. 3) ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πληρούμενος, [[ἱστίον]] Πίνδ. Π. 1. 177.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:56, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠνεμόεις Medium diacritics: ἠνεμόεις Low diacritics: ηνεμόεις Capitals: ΗΝΕΜΟΕΙΣ
Transliteration A: ēnemóeis Transliteration B: ēnemoeis Transliteration C: inemoeis Beta Code: h)nemo/eis

English (LSJ)

Dor. ἀνεμόεις, ἀνεμόεσσα, ἀνεμόεν [ᾱ], ἠνεμόεις, ἠνεμόεσσα, ἠνεμόεν, (ἄνεμος)
A windy, airy, δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας Od.9.400; προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Il.3.305, etc.; πτύχας ἠνεμοέσσας Od.19.432, cf. Tyrt.2.3, Pi.O.4.8, E.Heracl.781 (lyr.); of places, Call.Del.11, D.P.472; οὔρεα ἠνεμόεντα Id.1129.
2 of motion, rapid, rushing, αἰγίδες A.Ch.592 codd. (lyr.); αὔρα S.Tr.953 (lyr.); λαγωός Nic.Th.453; πέτευρον Man.6.444; ἀνεμόεν φρόνημα = high-soaring, airy thought, S.Ant.354 (lyr.).
3 stirred, waved by the wind, ἐρινεός Il.22.145; filled by the wind, ἱστίον Pi.P.1.92.

German (Pape)

[Seite 1171] εσσα, εν (poet. für ἀνεμόεις, w. m. vgl.), windig, lustig, dem Winde ausgesetzt, von hochgelegenen Orten, bes. von dem hochgelegenen Ilios, Il. 3, 305 u. öfter; Ἐνίσπη, 2, 606; vom Vorgebirge Mimas, Od. 3, 172, wie ἄκριας ἠνεμοέσσας 9, 400. 16, 365; πτύχας ἠνεμοέσσας, stürmische Bergschlüfte, 19, 432; von einem hohen Baume, ἐρινεός, Il. 22, 145. – Übertr., φρόνημα ἠνεμόεν, s. ἀνεμόεις.

Greek (Liddell-Scott)

ἠνεμόεις: Δωρ. ἀνεμόεις, εσσα, εν, (ἄνεμος) πλήρης ἀνέμου, ἀνεμώδης, εἰς τὸν ἄνεμον ἐκτεθειμένος, ἀνεμιζόμενος, ἐπὶ ὑψηλῶν βουνῶν ἢ τόπων ὀρεινῶν, δι’ ἄκριας ἠνεμοέσσας Ὀδ. Ι. 400· συχν. ἐπὶ τοῦ Ἰλίου, προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Ἰλ. Γ. 305 κτλ.· πτύχες ἠνεμόεσσαι, φάραγγες διαπνεόμεναι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Τ. 432· ἐπὶ δένδρων, ἐρινεὸς Ἰλ. Χ. 145· οὕτω παρὰ Τυρτ. 1. 3, Πινδ. Ο. 4. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 781, κλπ. 2) ἐπὶ κινήσεως, ὁρμητικός, αἰγίδες Αἰσχύλ Χο. 591· αὔρα Σοφ. Τρ. 953· λαγωὸς Νικ. Θ. 453· ἀνεμόεν φρόνημα, ταχεῖα ὡς ἄνεμος σκέψις, κατ’ ἄλλους ὑψηλή, Σοφ. Ἀντ. 354. 3) ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πληρούμενος, ἱστίον Πίνδ. Π. 1. 177.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀνεμόεις.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (ἄνεμος): windy, breezy, airy, of towns, trees, and mountain-tops.

Greek Monolingual

ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.)
2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα
3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός
4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις», Νίκ.)
5. (μτφ. για σκέψη ή γνώμη) αυτή που πετάει ψηλά ή είναι γρήγορη σαν τον άνεμο, επομένως υψηλή («ἀνεμόεν φρόνημα», Σοφ.)
6. αυτός που σείεται από τον άνεμο («ἐρινεὸν ἠνεμόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του ανεμόεις].

Greek Monotonic

ἠνεμόεις: (ἄνεμος), Δωρ. ἀνεμόεις, -εσσα, -εν,
I. ανεμώδης, αερικός, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. λέγεται για κίνηση, ορμητικός, αστραπιαίος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠνεμόεις: дор. ἀνεμόεις, όεσσα, όεν ἄνεμος
1) находящийся на ветру, сильно продуваемый (πτύχες Hom.);
2) надутый ветром (ἱστίον Pind.);
3) овеваемый ветрами, т. е. высоко вознесенный, высокий (ἄκρις, Ἴλιον, ἐρινεός Hom.; ὄχθος Eur.);
4) стремительный, бурный (αἰγίδες Aesch.; αὔρα Soph.);
5) возвышенный или быстрый как ветер (φρόνημα Soph.).

Middle Liddell

ἄνεμος
I. windy, airy, Hom., etc.
II. of motion, rapid, rushing, Aesch.