ὑγεία: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(1b)
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγείᾱ''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὑγίεια]], Πολύβ. 32. 14, 12, Παυσ., κλπ., [[συχν]]. ἐν μὴ Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς, Ἀσκληπιῷ καὶ Ὑγείᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2046, 2390, κ. ἀλλ.· - Ἰων. ὑγείη, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἥλιον 22. 44, Ἀνθ. Π. παράρτ. 153· - [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ἀττικ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 380, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 229, Λοβεκ. Παραλ. 28.
|lstext='''ὑγείᾱ''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὑγίεια]], Πολύβ. 32. 14, 12, Παυσ., κλπ., συχν. ἐν μὴ Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς, Ἀσκληπιῷ καὶ Ὑγείᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2046, 2390, κ. ἀλλ.· - Ἰων. ὑγείη, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἥλιον 22. 44, Ἀνθ. Π. παράρτ. 153· - [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ἀττικ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 380, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 229, Λοβεκ. Παραλ. 28.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:00, 31 January 2022

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, gemeine Form statt ὑγιεία; Pol. 32, 14, 12; Sext. Emp. adv. eth. 48; von den Atticisten verworfen; vgl. Piers. Moeris p. 380; Pors. Eur. Or. 229 u. Jac. Ach. Tat. p. 812; Lob. paral. 28. – Nach Ath. III, 115 a auch ἡ διδομένη ἐν ταῖς θυσίαις μᾶζα, ἵνα ἀπογεύσωνται.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγείᾱ: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ὑγίεια, Πολύβ. 32. 14, 12, Παυσ., κλπ., συχν. ἐν μὴ Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς, Ἀσκληπιῷ καὶ Ὑγείᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2046, 2390, κ. ἀλλ.· - Ἰων. ὑγείη, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἥλιον 22. 44, Ἀνθ. Π. παράρτ. 153· - οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττικ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 380, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 229, Λοβεκ. Παραλ. 28.

Greek Monolingual

η / ὑγεία, ΝΜΑ, και (υ)γειά Ν, και ὑγίεια ΜΑ, και αττ. τ. ὑγιεία και σε επιγρ. ὑγίεα και ιων. τ. ὑγείη και δ. τ. ὑγεῑα και βοιωτ. τ. οὑγία, Α
η φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού και, ειδικότερα, η άρτια λειτουργία τών διαφόρων οργάνων και μερών του σώματος του ανθρώπου και τών ζώων, πλήρης σωματική και ψυχική ευεξία
νεοελλ.
1. ιατρ. κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς απουσία νόσου ή αναπηρίας
2. (νομ.) έννομο αγαθό του προσώπου, χαρακτηριστικό της ευεξίας που του παρέχει η αίσθηση της αποτελεσματικής ανταπόκρισης τών σωματικών, ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών του στα ερεθίσματα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του
3. ως κύριο όν. η Υγεία
αστρον. ονομασία αστεροειδούς που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1849
4. φρ. α) «δημόσια υγεία»
(κοινων.) η υγεία του πληθυσμού μιας χώρας, της οποίας η περιφρούρηση αποτελεί ένα από τα βασικότερα μελήματα του κράτους
β) «εις υγείαν» και «στην υγειά σας!» — ευκτήρια προσφώνηση ενός που πίνει προς εκείνους που του προσέφεραν το ποτό ή προς αυτούς που πίνουν μαζί του
ε) «με τις υγείες σου [ή σας]»
i) ευχή σε κάποιον που μόλις έφαγε ή μόλις ήπιε
ii) ευχή σε άτομο που μόλις φταρνίστηκε
iii) (με ειρωνική σημ.) λέγεται για κάποιον που απέτυχε στην προσπάθεια του για κάτι
στ) «με υγείες» και «με γεια» — ευχή σε κάποιον που μόλις απέκτησε κάτι καινούργιο
ζ) «γεια σου!» και «γεια σας!» — τύπος χαιρετισμού ή ευχή σε συνάντηση ή κατά τον ερχομό ή την αναχώρηση κάποιου ή κάποιων
η) «έχετε γεια» — και «γεια χαρά!» αποχαιρετιστήριες φράσεις
θ) «γεια στα χέρια σου [ή σας]!» — φράση προς κάποιον που έκανε κάτι το αξιόλογο, συνήθως για νόστιμο έδεσμα
μσν.-αρχ.
φαρμακευτικό σκεύασμα και, γενικότερα, θεραπευτικό μέσο
αρχ.
1. θεραπεία
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος πίτας το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά τις θυσίες
3. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός έξι
4. στον πληθ. αἱ ὑγίειαι
υγιεινές καταστάσεις («πρὸς γὰρ ὑγιείας καὶ νόσους, ἀρετὰς καὶ κακίας», Πλάτ.)
5. ως κύριο όν. Ὑγίεια
μυθ. θεά, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής, σύζυγος ή κόρη του Ασκληπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής. Ο τ. ὑγεία που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική απαντά ήδη και στους μτγν. και ελληνιστικούς χρόνους (για την εναλλαγή αυτή πρβλ. ταμ-ιεῖον: ταμ-εῖον)].
και γεια, η, Ν
βλ. υγεία.

Greek Monotonic

ὑγείᾱ: ἡ, μεταγεν. τύπος αντί ὑγίεια, σε Πλούτ.· Ιων. ὑγείη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑγεία: ион. ὑγείη ἡ Arst., Polyb., Anth. = ὑγίεια.

Middle Liddell

ὑγείᾱ, ἡ, late form for ὑγίεια, Plut.]