αὐθέντης: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐθέντης:'''<br /><b class="num">I</b> поэт. тж. [[αὐτοέντης]], ου adj. [[ἄνυμι]] обращенный на своих, т. е. братоубийственный: αὐ. [[θάνατος]] Aesch. или [[φόνος]] Aesch., Eur. убийство, совершенное над близким родственником.<br /><b class="num">II</b> поэт. тж. [[αὐτοέντης]], ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> самовластный повелитель, властелин (χθονός Eur.);<br /><b class="num">2)</b> непосредственный виновник (πράξεως Polyb.; ἀνομημάτων Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[убийца]] Her., Thuc., Eur.
|elrutext='''αὐθέντης:'''<br /><b class="num">I</b> поэт. тж. [[αὐτοέντης]], ου adj. [[ἄνυμι]] обращенный на своих, т. е. братоубийственный: αὐ. [[θάνατος]] Aesch. или [[φόνος]] Aesch., Eur. убийство, совершенное над близким родственником.<br /><b class="num">II</b> поэт. тж. [[αὐτοέντης]], ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[самовластный повелитель]], [[властелин]] (χθονός Eur.);<br /><b class="num">2)</b> непосредственный виновник (πράξεως Polyb.; ἀνομημάτων Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[убийца]] Her., Thuc., Eur.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 15:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθέντης Medium diacritics: αὐθέντης Low diacritics: αυθέντης Capitals: ΑΥΘΕΝΤΗΣ
Transliteration A: authéntēs Transliteration B: authentēs Transliteration C: afthentis Beta Code: au)qe/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, (cf. αὐτοέντης) A murderer, Hdt.1.117, E.Rh.873, Th.3.58; τινός E.HF1359, A.R.2.754; suicide, Antipho 3.3.4, D.C.37.13: more loosely, one of a murderer's family, E.Andr.172. 2 perpetrator, author, πράξεως Plb.22.14.2; ἱεροσυλίας D.S.16.61: generally, doer, Alex.Rh.p.2S.; master, δῆμος αὐθέντης χθονός E.Supp.442; voc. αὐθέντα ἥλιε PMag.Leid.W.6.46; condemned by Phryn.96. 3 as adjective, ὅμαιμος αὐ. φόνος, αὐ. φάνατοι, murder by one of the same family, A.Eu.212, Ag.1572 (lyr.). (For αὐτο-ἕντης, cf. συν-έντης, ἁνύω; root sen-, sṇ-.)

Greek (Liddell-Scott)

αὐθέντης: -ου, ὁ, συνεσταλμένον ἐκ τοῦ αὐτοέντης, (ὅπερ μεταχειρίζεται ὁ Σοφ.), ὁ πράττων τι ἰδίαις χερσίν, αὐτόχειρ φονεύς, ὅκως... μήτε θυγατρὶ τῇ σῇ μήτε αὐτῷ σοι εἴην αὐθέντης Ἡρόδ. 1. 117, Εὐρ. Ρῆσ. 873, Θουκ. 3. 58· τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1359: - ὁ ἑαυτὸν ἀποκτείνων, αὐτόχειρ, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ.: γενικώτερον, ἡ λέξις τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ φονεύσαντός τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 172. 2) ὁ πρωτουργός, ὁ πραγματικὸς ἐκτελεστὴς οἱασδήποτε πράξεως, Πολύβ. 23. 14. 2. Διόδ. 16. 61· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 120. 3) ἀπόλυτος κύριος, δεσπότης, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 69., 8. 309· (ἀντὶ τοῦ δῆμος αὐθέντης χθονὸς ἐν Εὐρ. Ἱκ. 442, ὁ Markland διορθοῖ εὐθυντής). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, φόνος ἐκτελεσθεὶς ὑπό τινος τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 212, Ἀγ. 1572. - Ἐπίρρ. αὐθεντῶς (παρὰ τοὺς κανόνας τῆς Ἑλλ. γλωσσ.), εὕρηται ἐν Εὐστ. Πονημ. 40. 51, κ. ἀλλ. (Τὸ δεύτερον συνθετικὸν τῆς λέξεως ἕντης, ὅπερ ὡσαύτως φαίνεται ἐν τῷ «συνέντης· συνεργὸς» παρ’ Ἡσυχίῳ, ἀπωλέσθη).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;
2 que l’on accomplit de sa main : αὐθέντης θάνατος, φόνος ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d’un propre parent.
Étymologie: contr. de αὐτοέντης de αὐτός, ἁνύω (DELG).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. autenta Fulg.102.19, 163.10
A como subst.
I 1responsable de una muerte, asesino, homicida ἐγὼ ... μήτε αὐτῷ εἴην αὐθέντης Hdt.1.117, αὐθεντῶν χέρες E.Rh.873, παρὰ τοῖς αὐθένταις πατέρας ... καταλείψετε; Th.3.58, αὐθένται Ἀμύκοιο A.R.2.754, ἐπ' αὐθένταισιν οὐκ ἀμήχανος (σκύλαξ) SHell.977.15
de crímenes en la misma familia αὐ. παίδων ... ἐμῶν E.HF 1359, τέκν' αὐθέντου πάρα τίκτειν E.Andr.172, αὐθένται γονεῖς LXX Sap.12.6.
2 suicida αὐ. προσκαταγνωσθείς Antipho 3.3.4, φαρμάκῳ ... καὶ ξίφει αὐ. D.C.37.13.4, cf. Phryn.89.
II1autor, responsable τῆς πράξεως Plb.22.14.2, τῆς ἱεροσυλίας D.S.16.61.
2 el que tiene autoridad o dominio en algo, maestro, oficial τὸ κοινὸν τῶν αὐθεντῶν PLeit.13.21 (III d.C.)
maestro, soberano: uatum ... autenta Fulg.102.19, secretorum au. Fulg.163.10, αὐθέντα Ἥλιε PMag.13.258
αὐθένται τῶν νόμων iuris doctores, Gloss.2.94, paterfamilias, Gloss.3.304; cf. αὐτάντας.
B como adj.
1 parricida, que comporta parricidio ὅμαιμος αὐ. φόνος A.Eu.212, θάνατοι A.A.1573, αὐ. καὶ παλαμναῖος χείρ Them.Or.4.56c.
2 oficial, jefe βιβλιοφύλακες SB 7.404.45 (II d.C.), στιπουργός PGrenf.2.86.8 (VI d.C.).
• Etimología: Comp. de αὐτός y un tema *ἔντης, de la misma raíz, que ἀνύω q.u. Tb. ha podido influir θείνω en el sent.

Greek Monolingual

βλ. αφέντης.

Greek Monotonic

αὐθέντης: -ου, ὁ, συνηρ. του αὐτοέντης·
I. 1. αυτός που κάνει οτιδήποτε με το χέρι του, αυτουργός, πραγματικός δολοφόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, κάποιος από την οικογένεια του δολοφόνου, στον ίδ.
II. ως επίθ., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, φόνος που εκτελέστηκε από κάποιον της ίδιας της οικογένειας, σε Αισχύλ. (το συνθετικό -έντης έχει αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

αὐθέντης:
I поэт. тж. αὐτοέντης, ου adj. ἄνυμι обращенный на своих, т. е. братоубийственный: αὐ. θάνατος Aesch. или φόνος Aesch., Eur. убийство, совершенное над близким родственником.
II поэт. тж. αὐτοέντης, ου ὁ
1) самовластный повелитель, властелин (χθονός Eur.);
2) непосредственный виновник (πράξεως Polyb.; ἀνομημάτων Diod.);
3) убийца Her., Thuc., Eur.

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: author, perpetrator, also murderer (Hdt.).
Origin: IE [Indo-European] [906] *senH- prepare, complete
Etymology: The forms αὐτο-έντης (S.) and συνέντης συνεργός H. point to *ἕντης, the full grade of the root in ἁνύω realize, complete, combined with αὐτός. The root is aniṭ from forms where the laryngeal was lost before vowel, Rikov, Orpheus 4 (1994) 63 - 66. The meaning murderer hardly as a euphemism (nor through association with θείνω, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 237ff.). - Improbable Kretschmer Glotta 3, 289ff. and 4, 340) . - On the later history s. DELG.

Middle Liddell

[The part -έντης is of uncertain deriv.] [contr. for αὐθοέντης]
I. one who does anything with his own hand, an actual murderer, Hdt., Eur., etc.:—more loosely, one of a murderer's family, Eur.
2. an absolute master, autocrat, Eur.
II. as adj., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι murder by one of the same family, Aesch.

Frisk Etymology German

αὐθέντης: -ου
{authéntēs}
Grammar: m.
Meaning: Urheber, Ausführer, Selbstherr, auch Mörder, vgl. unten (Hdt., Trag., Antipho, Thuk., Plb. usw.).
Derivative: Ableitungen, alle nachklass. und spät: Fem. αὐθέντρια = κυρία (Lydien; zur Bildung Chantraine Formation 106); αυθεντία Machtvollkommenheit, Selbstherrschaft (LXX, Pap. usw.); αὐθεντικός zuverlässig, richtig, authentisch (Pap. u. a.). Denominativa : 1. αὐθεντέω ‘Herr sein über etwas, zu etwas berechtigt sein’ (Pap., NT) mit αὐθέντημα· auctoramentum (Gloss.); 2. αὐθεντίζω trans. ‘etwas in seinem Machtbereich haben’ (BGU 103, 3).
Etymology : Die Nebenform αὐτοέντης (S. OT 107, nach den Sch. auch El. 272) ebenso wie das gleichgebildete συνέντης· συνεργός H. lassen auf ein Hinterglied *ἕντης schließen, das die Vollstufe der in ἁνύω zustande bringen, vollbringen vorliegenden Wurzel enthalten kann; αὐθέντης wäre somit eine Zusammenbildung von αυτός und dem betreffenden Verb mittels des Suffixes -της = ‘der selbst etwas vollbringt’. Die Bedeutung Mörder kann entweder als Euphemismus erklärt werden oder durch Assoziation mit θείνω entstanden sein, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 237ff., wo ausführlich über Bedeutungsgeschichte und Verbreitung. — Anders Kretschmer Glotta 3, 289ff. (s. auch 4, 340) : in αὐθέντης seien zwei Wörter zusammengefallen, *αὐτοθέντης zu θείνω (durch Haplologie) und *αὐτἕντης mit unklarem Hinterglied. — Zur Geschichte von αὐθέντης im Neugr. und Türkischen s. auch Maidhof Glotta 10, 10 m. Lit.
Page 1,185

English (Woodhouse)

perpetrator of a murder, self murderer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)