προβλής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προβλής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> выдающийся вперед, выступающий ([[σκόπελος]], ἀκταί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> торчащий наружу ([[στήλη]] Hom.).<br />ῆτος ἡ (sc. [[πέτρα]] или [[ἀκτή]]) выступ, мыс Soph., Anth.
|elrutext='''προβλής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[выдающийся вперед]], [[выступающий]] ([[σκόπελος]], ἀκταί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> торчащий наружу ([[στήλη]] Hom.).<br />ῆτος ἡ (sc. [[πέτρα]] или [[ἀκτή]]) выступ, мыс Soph., Anth.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 16:40, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλής Medium diacritics: προβλής Low diacritics: προβλής Capitals: ΠΡΟΒΛΗΣ
Transliteration A: problḗs Transliteration B: problēs Transliteration C: provlis Beta Code: problh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, A thrown forward, jutting out, προβλῆτι σκοπέλῳ Il.2.396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16.407; στήλας τε προβλῆτας 12.259; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Od.5.405, cf. 10.89, 13.97, Archil.49 Diehl; προβλῆτες, without subst., forelands, headlands, S.Ph.936; τόν γε (sc. ποταμόν) εἴργουσιν π. Q.S.10.175: sg., Opp.H.5.252; π. ἔπαλξις, ἐρίπνα, AP5.293.3 (Agath.), 7.147 (Arch.); π. γενειάς Nonn.D.15.8; προσώπου π. γένυς Ib.28.75; γναθμοῖς π. ὀδόντες ib.26.301: in later Prose, προβλῆτες λιμένων πύργοι LXX 4 Ma.13.6; λιμένες προβλῆσι λίθοις εἰς τὸ πέλαγος ἐξανεστηκότες Aristid.Or.25(43).3; ὀφρύες π. Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 712] ῆτος, vorgeworfen, vorspringend, hervorragend; προβλῆτι σκοπέλῳ, Il. 2, 396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος, 16, 407; ἀκταὶ προβλῆτες, neben σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405, vgl. 10, 89. 13, 97; auch στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, Il. 12, 259, vorn vorgesetzte Pfähle, Pallisaden; ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, steile Ufer, Soph. Phil. 924 (vgl. auch προβολή); u. sp. D. : ὥς τις ἔπαλξις, Agath. 8 (V, 294); vgl. Archi. 18 (VII, 147); κατὰ προβλῆτος, Opp. Cyn. 5, 232, vgl. 2, 478; Qu. Sm. 10, 175.

Greek (Liddell-Scott)

προβλής: -ῆτος, ὁ, ἡ, προεκτεινόμενος, προέχων, ἐξέχων, προβλῆτι σκοπέλῳ Ἰλ. Β. 396· πέτρῃ ἐπὶ προβλῆτι Π. 407· στήλας τε προβλῆτας (ἴδε ἐν λέξ. στήλη) Μ. 259· ἔνθ’ ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Ὀδ. Ε. 405, πρβλ. Κ. 89, Ν. 97· ὡσαύτως προβλῆτες, ἄνευ οὐσιαστ., ἄκραι, ἀκρωτήρια, Σοφ. Φιλ. 936, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 10. 175, καὶ ἐν τῷ ἑνικ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 252· πρ. ἔπαλξις, ἐρίπνα, ὑπωρείη, κτλ., Ἀνθ. Π. 5. 294, 3., 7. 147, κτλ. ― Περὶ τοῦ πόντος προβλὴς ἐν Σοφ. Φιλ. 1455, ἴδε προβολὴ ΙΙ. 2 καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
jeté ou placé en avant, qui s’avance en saillie.
Étymologie: προβάλλω.

English (Autenrieth)

ῆτος (προβάλλω): projecting.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, ἡ, ΜΑ
βλ. προβλήτα.

Greek Monotonic

προβλής: -ῆτος, ὁ, ἡ (προβάλλω), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· προβλῆτες, χωρίς ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προβλής: ῆτος adj.
1) выдающийся вперед, выступающий (σκόπελος, ἀκταί Hom.);
2) торчащий наружу (στήλη Hom.).
ῆτος ἡ (sc. πέτρα или ἀκτή) выступ, мыс Soph., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβλής -ῆτος [προβάλλω] als adj. vooruitstekend; ook als subst. kaap.

Middle Liddell

προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, προβάλλω
forestretching, jutting, Hom.: προβλῆτες, without Subst., forelands, headlands, Soph.

English (Woodhouse)

cape, headland

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)