Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνασκέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνασκέω:'''<br /><b class="num">1)</b> одновременно упражнять, развивать: συνασκῆσαι τὴν τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Isocr. помочь усовершенствованию политического красноречия; σ. τινα Dem. помогать чьему-л. развитию;<br /><b class="num">2)</b> одновременно обучать: σ. τινα ὑπεροπτικὸν τοῦ πλέονος εἶναι Diog. L. учить кого-л. отвергать всякое излишество;<br /><b class="num">3)</b> всесторонне или усиленно упражнять ([[φάλαγξ]] συνησκημένη Plat.): ὁ συνασκηθεὶς καὶ τριβεὶς ἐν τῇ συνηθείᾳ Sext. практически хорошо обученный.
|elrutext='''συνασκέω:'''<br /><b class="num">1)</b> одновременно упражнять, развивать: συνασκῆσαι τὴν τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Isocr. помочь усовершенствованию политического красноречия; σ. τινα Dem. помогать чьему-л. развитию;<br /><b class="num">2)</b> одновременно обучать: σ. τινα ὑπεροπτικὸν τοῦ πλέονος εἶναι Diog. L. учить кого-л. отвергать всякое излишество;<br /><b class="num">3)</b> [[всесторонне или усиленно упражнять]] ([[φάλαγξ]] συνησκημένη Plat.): ὁ συνασκηθεὶς καὶ τριβεὶς ἐν τῇ συνηθείᾳ Sext. практически хорошо обученный.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:51, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασκέω Medium diacritics: συνασκέω Low diacritics: συνασκέω Capitals: ΣΥΝΑΣΚΕΩ
Transliteration A: synaskéō Transliteration B: synaskeō Transliteration C: synaskeo Beta Code: sunaske/w

English (LSJ)

A help one to practise, σωφροσύνην καὶ δικαιοσύνην Isoc. 13.21; δεινότητ' ἢ εὐφωνίαν D.19.339. 2 train, educate, or discipline fully, D.L.4.67, 6.23; σ. τὴν αἴσθησιν D.H.Lys.11; ἡμᾶς εἰς τοὺς πολέμους Id.Rh.7.4; ἔν τινι S.E.M.1.190; ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους Eun.VSp.487 B.; σ. [τὴν θυγατέρα] ὑπεροπτικὴν τοῦ πλέονος εἶναι D.L.2.72:—Pass., φάλαγξ συνησκημένη Plu.Cleom.20; τὴν ψυχὴν ἀγύμναστον ἐᾷς, . . ἢν ἐχρῆν πρώτην ἐπὶ τὰ τοιαῦτα συνησκῆσθαι καὶ μόνην Phalar.Ep.67.1; συνασκηθεὶς ἐν τῇ ἰατρικῇ Sor.Vit.Hippocr. 4; μειρακίου ἀστρολογεῖν συνασκουμένου D.L.3.29; συνησκημένη ἕξις, παρατήρησις, Phld.Rh.1.58,77 S. 3 work up together, πευκῆεν λίπας μα σὺν ἐλαίῳ Man.4.345. 4 συνησκημένος, = agitatus, Gloss. 5 co-operate, Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 1004] mit od. zugleich üben, Dem. 19, 339; φάλαγξ συνησκημένη, eingeübt, Plut. Cleom. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συνασκέω: ἐξασκῶ, ἀσκῶ ὁμοῦ, τὴν τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Ἰσοκρ. 295D· βοηθῶ εἰς ἄσκησιν, Δημ. 450. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσκῶ ἢ παιδεύω ὁμοῦ, γυμνάζω, Διογ. Λ. 4. 67, κτλ.· σ. τὴν αἴσθησιν Διον. Ἁλ. περὶ Λυσί. 11· τινα εἴς τι ὁ αὐτ. περὶ Ρητόρ. 7. 4· ἔν τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 190· ἐπί τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 1· περί τι Εὐνάπ. σ. 78· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διογ. Λ. 2. 72. ― Παθ., συνασκοῦμαι, συγγυμνάζομαι οὕτως ὥστε ἐνεργῶ ὁμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλούτ. Κλεομ. 20. 3) ὁμοῦ κατεργάζομαι, «ἀνακατώνω», «δουλεύω» (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀνακατώνω συνεχῶς), λίπασμα σὺν ἐλαίῳ Μανέθων 4. 345.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avec un rég. de chose exercer ou pratiquer avec ou en même temps;
2 avec un rég. de pers. exercer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀσκέω.

Greek Monotonic

συνασκέω: μέλ. -ήσω, εξασκώ, γυμνάζομαι από κοινού, βοηθώ στην εξάσκηση, την εκπαίδευση, σε Ισοκρ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνασκέω:
1) одновременно упражнять, развивать: συνασκῆσαι τὴν τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Isocr. помочь усовершенствованию политического красноречия; σ. τινα Dem. помогать чьему-л. развитию;
2) одновременно обучать: σ. τινα ὑπεροπτικὸν τοῦ πλέονος εἶναι Diog. L. учить кого-л. отвергать всякое излишество;
3) всесторонне или усиленно упражнять (φάλαγξ συνησκημένη Plat.): ὁ συνασκηθεὶς καὶ τριβεὶς ἐν τῇ συνηθείᾳ Sext. практически хорошо обученный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ασκέω samen oefenen; samen beoefenen, helpen om te beoefenen, in praktijk te brengen. een complete training geven; perf. pass. volledig getraind zijn.

Middle Liddell

fut. ήσω
to join in practising, Isocr., Dem.