ὑπεραυξάνω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπεραυξάνω:''' быстро возрастать Plut., NT. | |elrutext='''ὑπεραυξάνω:''' [[быстро возрастать]] Plut., NT. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:45, 20 August 2022
English (LSJ)
and ὑπεραύξ-ω, A increase above measure:—Pass., to be so increased, Gal.14.226; become over-powerful, And.4.24, D.C.79.15. 2 Pass.also, grow above, ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Sch.Ar.V.1282. II intr. in Act., grow or abound exceedingly, ὑπεραυξήσας (of a fish) Callisth. ap. Stob.4.36.16; ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν 2 Ep.Thess.1.3.
German (Pape)
[Seite 1191] (s. αὐξάνω), über die Maaßen vergrößern, pass. übermäßig wachsen, Andoc. 4, 24 u. Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραυξάνω: καὶ -αύξω, αὐξάνω τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· γίνομαι λίαν ἰσχυρός, πανίσχυρος, Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι ὑπεράνω, κάλαμοι ἐνίοτε ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.
French (Bailly abrégé)
1 tr. accroître ou augmenter outre mesure;
2 intr. croître avec force.
Étymologie: ὑπέρ, αὐξάνω.
English (Strong)
from ὑπέρ and αὐξάνω; to increase above ordinary degree: grow exceedingly.
English (Thayer)
to increase beyond measure; to grow exceedingly: Andocides (405 B.C.>), Galen, Dio Cassius, others.)
Greek Monolingual
ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α
αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)
μσν.-αρχ.
(αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ)
αρχ.
1. μέσ. ὑπεραύξομαι
αυξάνομαι, μεγαλώνω περισσότερο από κάτι άλλο («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γίνομαι πάρα πολύ ισχυρός.
Greek Monotonic
ὑπεραυξάνω: και -αύξω, μέλ. -αυξήσω,
I. αυξάνω υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι επιπλέον, σε Ανδοκ.
II. αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραυξάνω: быстро возрастать Plut., NT.
Middle Liddell
and -αύξω fut. -αυξήσω
I. to increase above measure:—Pass. to be so increased, Andoc.
II. intr. to increase exceedingly, NTest.
Chinese
原文音譯:Øperaux£nw 虛胚而-凹沙挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上面-長大(向上)
字義溯源:過度增長,增加過度,格外增長;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)*=生長)組成
出現次數:總共(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 格外增長(1) 帖後1:3