τηνίκα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ᾽ ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τηνίκα''': {tēníka}<br />'''Forms''': dor. (Theok.) [[τανίκα]]<br />'''Meaning''': [[dann]], [[zu dieser Zeit]] (S., A. R., Theok.).<br />'''Derivative''': Dazu [[τηνικαῦτα]] (ion. att.), -άδε (Pl., Plb., Ph. u.a.) ib. (wie [[ἐνθαῦτα]], -άδε).<br />'''Etymology''' : Vom Demonstr. [[το-]] (s.d.) mit derselben unklaren Bildung wie [[ἡνίκα]] (s.d. m. Lit.).<br />'''Page''' 2,894
|ftr='''τηνίκα''': {tēníka}<br />'''Forms''': dor. (Theok.) [[τανίκα]]<br />'''Meaning''': [[dann]], [[zu dieser Zeit]] (S., A. R., Theok.).<br />'''Derivative''': Dazu [[τηνικαῦτα]] (ion. att.), -άδε (Pl., Plb., Ph. u.a.) ib. (wie [[ἐνθαῦτα]], -άδε).<br />'''Etymology''': Vom Demonstr. [[το-]] (s.d.) mit derselben unklaren Bildung wie [[ἡνίκα]] (s.d. m. Lit.).<br />'''Page''' 2,894
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[at that hour]], [[at this hour]]
|woodrun=[[at that hour]], [[at this hour]]
}}
}}

Revision as of 10:40, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηνίκα Medium diacritics: τηνίκα Low diacritics: τηνίκα Capitals: ΤΗΝΙΚΑ
Transliteration A: tēníka Transliteration B: tēnika Transliteration C: tinika Beta Code: thni/ka

English (LSJ)

[ῐ], Dor. τᾱνίκα, Adv. A at that time, then, prop. answering to Relat. ἡνίκα and Interrog. πηνίκα, ὁπηνίκα; εὖτε... τηνίκα . . A.R.1.799: also with the Art., ὅτε... τὸ τ. . . S.OC440. 2 abs., at that time [of day], Theoc.1.17: c. gen., τοῦ ἔτους τ. at that time of the year, Ael.NA15.5 codd.--The Att. forms are τηνικάδε, τηνικαῦτα.

German (Pape)

[Seite 1108] adv. (vgl. τῆνος), Demonstrat. zum Fragewort πηνίκα, zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. oft u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch αὐτίκα = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).

Greek (Liddell-Scott)

τηνίκα: [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., (τῆνος) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τηνικαῦτα, τότε, κυρίως σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ ἡνίκα, καὶ τοῖς ἐρωτημ. πηνίκα, ὁπηνίκα, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, εὖτε..., τηνίκα..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ. (συχν. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ τηνίκα..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν κοινῇ χρήσει τύποι εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. αὐτίκα).

French (Bailly abrégé)

adv.
à ce moment, alors ; τὸ τηνίκα SOPH m. sign. ; τηνίκα τοῦ ἔτους ÉL à ce moment de l’année.
Étymologie: th. dém. τ-, ἡνίκα.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τανίκα Α
επίρρ.
1. εκείνη την ώρα της ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ' ἄγρας τηνίκα κεκμαὼς ἀμπαύεται», Θεόκρ.)
2. (με άρθρ.) τότε («τὸ τηνίκ' ἤδη τοῦτο μὲν πόλις βίᾳ», Σοφ.)
3. φρ. «τοῦ ἔτους τηνίκα» — εκείνην την εποχή του έτους (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τηνίκα έχει σχηματιστεί από το θ. το- του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod, βλ. λ. ο, η, το) κατά τρόπο ανάλογο με τον χρον. σύνδ. ἡνίκα (βλ. λ. ηνίκα)].

Greek Monotonic

τηνίκα: [ῐ], Δωρ. τᾱνίκα, επίρρ. (τῆνος), συσχ. του αναφορ. ἡνίκα,
1. σε εκείνον τον χρόνο, τότε· επίσης, με το άρθρο (συχνά γραφόμενο τοτηνίκα), σε Σοφ.
2. απόλ., εκείνη την ώρα (της ημέρας), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τηνίκᾰ: дор. τᾱνίκα (ῐ) (τό) adv. тогда, в (э)то время Soph., Theocr.

Middle Liddell

τῆνος
1. antec. to Relat. ἡνίκα, at that time, then; also with the Art. (often written τοτηνίκἀ, Soph.
2. absol. at that time [of day], Theocr.

Frisk Etymology German

τηνίκα: {tēníka}
Forms: dor. (Theok.) τανίκα
Meaning: dann, zu dieser Zeit (S., A. R., Theok.).
Derivative: Dazu τηνικαῦτα (ion. att.), -άδε (Pl., Plb., Ph. u.a.) ib. (wie ἐνθαῦτα, -άδε).
Etymology: Vom Demonstr. το- (s.d.) mit derselben unklaren Bildung wie ἡνίκα (s.d. m. Lit.).
Page 2,894

English (Woodhouse)

at that hour, at this hour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)