ἄμης: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
mNo edit summary |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ἄμης''': -ητος<br />{ámēs}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Derivative''': mit dem Deminutiv [[ἀμητίσκος]] [[Kuchenart]] (Kom. u. a.).<br />'''Etymology''' : Etymologie unbekannt. Vgl. [[ἄμιθα]]· [[ἔδεσμα]] ποιόν, καὶ [[ἄρτυμα]] ὡς Ἀνακρέων (139) H.; auch ''PHamb''. 90, 18.<br />'''Page''' 1,92 | |ftr='''ἄμης''': -ητος<br />{ámēs}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Derivative''': mit dem Deminutiv [[ἀμητίσκος]] [[Kuchenart]] (Kom. u. a.).<br />'''Etymology''': Etymologie unbekannt. Vgl. [[ἄμιθα]]· [[ἔδεσμα]] ποιόν, καὶ [[ἄρτυμα]] ὡς Ἀνακρέων (139) H.; auch ''PHamb''. 90, 18.<br />'''Page''' 1,92 | ||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 21 August 2022
English (LSJ)
-ητος, ὁ, kind of milk cake, Ar. Pl. 999, Antiph. 89, Men. 491, Clearch. 65, Ph. 1.390. kind of oven, Dieuch. ap Orib. 4.5.2.
German (Pape)
[Seite 123] ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 (Schol. εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῦς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμης: -ητος, ὁ, εἶδος πλακοῦντος μετὰ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 999, Ἀντιφῶν ἐν «Δυσπράτῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
sorte de gâteau au lait.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Spanish (DGE)
-ητος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 torta, pastel, bollo de leche Ar.Pl.999, Antiph.89, 305, Ephipp.8, Alex.163, Amphis 9, Men.Fr.425, Clearch.87, Lync. en Ath.647b, Ph.1.390, Plu.2.1112e, UPZ 89.9 (graf. αμτος), Alciphr.3.12.2, POxy.1297.17 (IV a.C.).
2 horno ἡ (ὄπτησις) ἐν τῷ ἄμητι Dieuch. en Orib.4.5.2.
• Etimología: Quizá en rel. c. ἄμη, q.u.
Greek Monolingual
ἄμης (-ητος), ο (Α)
είδος γαλατόπιτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι (-άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι -πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης-γυμνός.
Greek Monotonic
ἄμης: -ητος, ὁ, είδος γαλατόπιτας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμης: ητος (ᾰ) ὁ пирог на молоке Arph., Men., Plut.
Frisk Etymological English
-ητος
Grammatical information: m.
Meaning: cake (Ar.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. One compares ἄμιθα. The latter word (q.v.) has a reduplication which is typical of substr. words, but it need not be cognate with ἄμης.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἄμης: -ητος
{ámēs}
Grammar: m.
Derivative: mit dem Deminutiv ἀμητίσκος Kuchenart (Kom. u. a.).
Etymology: Etymologie unbekannt. Vgl. ἄμιθα· ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων (139) H.; auch PHamb. 90, 18.
Page 1,92