διαπέτομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> [[διέπτην]];<br /><b>1</b> voler à travers;<br /><b>2</b> | |btext=<i>ao.2</i> [[διέπτην]];<br /><b>1</b> voler à travers;<br /><b>2</b> s'envoler, <i>càd</i> se dissiper, s'évanouir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πέτομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 07:45, 22 August 2022
English (LSJ)
( διΐπταμαι Hdn., v.infr.), aor.-επτάμην (v. infr.): aor. Act. A -έπτην Luc.DMeretr.9.4: pres. διαπέταται S.OT1310 (lyr.) is f.l. for διαπωτᾶται:—fly through, διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός Il.5.99; ὁρᾷς τὸν ἁβρὸν οὗ βέλος διέπτατο E.Supp.860; δ. διὰ τῆς πόλεως Ar.Av. 1217: c. acc., E.Med.1, Ar.V.1086. II fly away, vanish, διαπτομένη οἴχεσθαι Pl.Phd.70a, 84b, etc.; of time, E.HF507. III of a report, fly in all directions, διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πέτομαι) durchfliegen, hinfliegen; Homer: Odyss. 1, 320 ἀπέβη Ἀθήνη, ὄρνις δ' ἃς ἀνοπαῖα διέπτατο; Iliad. 15. 83. 172 ἃς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη (ὠκέα Ιρις); Iliad. 5, 99 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός. – Folgende: διαπέταται v.l. bei Soph. O. R. 1310; διέπτην, Luc D. Mer. 9, 4; – 1) durchfliegen, διὰ τῆς πόλεως Ar. Av. 1217; vom Blitze, Eur. Suppl. 860. – Von einem Gerüchte, sich verbreiten, Hdn. 2, 8, 12. – 2) hinschwinden, ταῦτα διέπτατο ταχύ Plat. Legg. III, 685 a; vgl. Phaed. 70 a.
Greek (Liddell-Scott)
διαπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι, ἀόρ. -επτάμην καὶ -επτόμην, ἀόρ. ἐνεργ. -έπτην Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 9. 4. Ἵπταμαι διὰ μέσου, διὰ δ᾿ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Ε. 99· ὁρᾷς τὸ δῖον οὖ βέλος διέπτατο Εὐρ. Ἱκέτ. 860· μετ᾿ αἰτ., Εὐρ. Μηδ. 1, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1086· δ. διὰ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. Ὄρν. 1217. ΙΙ. ἀφίπταμαι, πετῶ μακράν, ἐξαφανίζομαι, Πλάτ. Φαίδωνι 70Α, 84Β, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507. ΙΙΙ. ἐπὶ φήμης, πετῶ καθ᾿ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἐν τῷ τύπῳ διιπταμένη Ἡρῳδιαν. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέπτην;
1 voler à travers;
2 s'envoler, càd se dissiper, s'évanouir.
Étymologie: διά, πέτομαι.
English (Autenrieth)
aor. διέπτατο: fly through, fly away out, Od. 1.320.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. atem. διέπτατο Il.15.83, act. διέπτη Emp.B 17.5, tem. διέπτετο Ar.V.1086]
1 volar διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός (tm.) Il.5.99, cf. E.Supp.860, διέπτατο ὠκέα Ἶρις Il.15.172, cf. 83, Ar.Au.1217, ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο Od.1.320, γλαῦκα δ' ὀφθῆναι διαπετομένην ἐπὶ δεξιᾶς Plu.Them.12, (τὸν κάνθαρον) εἰς τὴν ἤπειρον διαπτάσθαι Aesop.86
•c. ac. volar sobre γλαῦξ ... τὸν στρατὸν διέπτετο Ar.l.c., αἱ δὲ (μέλισσαι) διαπετόμεναι λειμῶνας Plu.2.41f, (τοὺς χῆνας) τὸ ὄρος ... διαπτῆναι D.P.Au.2.19
•atravesar, traspasar πυλεῶνα διαπτάμενος θανάτοιο el icneumón pasando a través de las fauces del cocodrilo, Opp.C.3.419
•pasar volando por encima de c. ac. οὐκ ἂν αὐτὴν (Ἀχερουσίαν λίμνην) διαπταίη de aves, Luc.Luct.3
•fig. τὸ ἀγαπώμενον διέπτη τῶν λογισμῶν τὴν λαβήν Gr.Nyss.Hom in Cant.181.16
•frec. en metáf. de un barco navegar velozmente Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος ... κυανέας Συμπληγάδας E.Med.1
•de pers. ir o venir corriendo ἐγὼ δὲ πεμπταῖος ἐκ Πυλῶν διέπτην Luc.DMeretr.9.4, τὸ στάδιον εἴθ' ἥλατο εἴτε διέπτη AP 16.53.
2 fig. de abstr. volar, disiparse, escaparse del ser ἡ δὲ πάλιν διαφυομένων θρεφθεῖσα διέπτη Emp.l.c., ὁ χρόνος ... διέπτατο E.HF 507, τὰ μεγάλα οὕτως προσδοκώμενα διέπτατο Pl.Lg.686a, (ψυχή) ὥσπερ πνεῦμα ἢ καπνὸς ... οἴχηται διαπτομένη Pl.Phd.70a, 84b, ἐς αἰθέρα ψυχὴ διέπτη GVI 881.4 (Atenas III d.C.?), ἡ νίκη ... διέπτη App.Mith.66, διέπτη τῶν ὀφθαλμῶν ἅπαντα todo desapareció de su vista Philostr.VA 4.25.
3 fig. traspasar los aires, de noticias divulgarse φήμη δὲ διέπτατο δώματος εἴσω Orph.A.594
•del rayo fulminar (κεραυνός) ἀνθρώπου ... καθεύδοντος διαπτάμενος Plu.2.665b.
Greek Monolingual
διαπέτομαι (Α) πέτομαι
1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας
2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι
3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού.
Russian (Dvoretsky)
διαπέτομαι: (aor. 2 διέπτην - med. διεπτόμην и διεπτάμην)
1) перелетать, пролетать, проноситься (κραιπνῶς διέπτατο Ἶρις, ὀϊστός - in tmesi Hom.; αἱ μέλισσαι διαπετόμεναι λειμῶνας Plut.);
2) пролетать сквозь, миновать (Συμπληγάδας Eur.; διὰ τῆς πόλεως Arph.);
3) прилетать, быстро прибывать: πεμπταῖος ἐκ Πυλῶν διέπτην Luc. на пятый день я примчался из Пил;
4) пронзать, поражать (τὸ βέλος διέπτατό τινος Eur.);
5) улетать, уноситься, aor. умчаться (о времени) (ὥσπερ καπνός Plat.; ὁ χρόνος διέπτατο Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πέτομαι door... (heen) vliegen, ellipt.:; διὰ δ’ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός de scherpe pijl vloog er doorheen (nl. door het pantser) Il. 5.99; εἴθ’ ὤφελ’ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος... Συμπληγάδας ach was het schip de Argo maar niet door de Symplegaden gevlogen Eur. Med. 1; γλαῦξ... τὸν στρατὸν διέπτατο een uil vloog door het leger heen Aristoph. Ve. 1068; met gen. of met διά + gen.:; οὕτω σιωπῇ διαπέτει διὰ τῆς πόλεως τῆς ἀλλοτρίας... vlieg jij (Iris) zo in stilte door andermans stad Aristoph. Av. 1217; νέφους διαπτάσθαι door een wolk heen vliegen Plut. Rom. 28.9; abs. wegvliegen (van de ziel); (ver)vliegen (van de tijd).