μελογράφος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελογράφος:''' ὁ сочинитель песен, лирический поэт Anth. | |elrutext='''μελογράφος:''' ὁ [[сочинитель песен]], [[лирический поэт]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μελο-[[γράφος]], ον [[μέλος]] II]<br />[[writing]] songs, Anth. | |mdlsjtxt=μελο-[[γράφος]], ον [[μέλος]] II]<br />[[writing]] songs, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A writer of songs, AP11.133 (Lucill.), Vett.Val.75.7.
German (Pape)
[Seite 127] Lieder schreibend, dichtend, Lucill. 77 (XI, 133).
Greek (Liddell-Scott)
μελογράφος: -ον, (μέλος Β) ὁ γράφων μελῳδίας, ᾄσματα, ᾠδάς, Ἀνθ. Π. 11. 133.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, γράφω.
Greek Monolingual
ο, η (Α μελογράφος)
αυτός που συνθέτει μελωδίες, μελοποιός, μουσουργός
αρχ.
ψαλμωδός.
Greek Monotonic
μελογράφος: -ον (μέλος II), συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελογράφος: ὁ сочинитель песен, лирический поэт Anth.