κατάντης: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] neutr. κάταντες, nach Arcad. 118, 1, herabgehend, abschüssig; [[ὁδός]] Ar. Ran. 127; γεώλο φος Theocr. 1, 13; Hippocr.; ἐπὶ τὸ κάταντες Plat. Tim. 77 d; πέτρας ἐπεκυλίνδουν εἰς τὸ κάταντες Xen. Hell. 3, 5, 20; Sp. – Übertr., geneigt, leicht, ἕρπει [[κατάντης]] συμφορὰ πρὸς τἀγαθόν Eur. Rhes. 318; πρὸς τὰ χείρονα [[κατάντης]] Plut. ad. et am. discr. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] neutr. κάταντες, nach Arcad. 118, 1, herabgehend, abschüssig; [[ὁδός]] Ar. Ran. 127; γεώλο φος Theocr. 1, 13; Hippocr.; ἐπὶ τὸ κάταντες Plat. Tim. 77 d; πέτρας ἐπεκυλίνδουν εἰς τὸ κάταντες Xen. Hell. 3, 5, 20; Sp. – Übertr., geneigt, leicht, ἕρπει [[κατάντης]] συμφορὰ πρὸς τἀγαθόν Eur. Rhes. 318; πρὸς τὰ χείρονα [[κατάντης]] Plut. ad. et am. discr. 12.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui va en pente, incliné ; τὸ κάταντες, pente;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui incline vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[καταντάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάντης''': -ες, ([[ἄντα]]) [[κατωφερής]], [[ἀπόκρημνος]], [[ἀπότομος]], (ἀντίθ. τῷ [[ἀνάντης]] καὶ [[προσάντης]]), [[κατάντης]] ὁδὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 127· τόποι Ἀθήν.· [[γεώλοφος]] Θεόκρ.· εἰς τὰ κατάντη, πρὸς τὰ [[κάτω]], κατωφερῆ, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· ἐπὶ κάταντες = [[κάταντα]], Πλάτ. Τίμ. 77D· εἰς τὸ κάταντες πέτρας ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἐν τῷ κατάντει [[αὐτόθι]] 4. 8, 37· ἀπὸ τοῦ κατάντους ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 8· οὕτω, κάταντες κινεῖσθαι Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 2· τὰ κατάντη, ὡς Ἐπίρρ., Ξεν. Ἱππ· 8, 6, Ἱππαρχ. 8, 3, Κυν. 5, 17· τὰ κ. φέρεσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9, κτλ. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. pronus, κεκλιμένος, ἐπικλινής, [[ἐπιρρεπής]], [[πρός]] τι Εὐρ. Ρῆσ. 318· κ. [[συμφορά]], [[εὔκολος]] κ. πρὸς τὰ χείρονα Πλούτ. 2. 53D.
|lstext='''κατάντης''': -ες, ([[ἄντα]]) [[κατωφερής]], [[ἀπόκρημνος]], [[ἀπότομος]], (ἀντίθ. τῷ [[ἀνάντης]] καὶ [[προσάντης]]), [[κατάντης]] ὁδὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 127· τόποι Ἀθήν.· [[γεώλοφος]] Θεόκρ.· εἰς τὰ κατάντη, πρὸς τὰ [[κάτω]], κατωφερῆ, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· ἐπὶ κάταντες = [[κάταντα]], Πλάτ. Τίμ. 77D· εἰς τὸ κάταντες πέτρας ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἐν τῷ κατάντει [[αὐτόθι]] 4. 8, 37· ἀπὸ τοῦ κατάντους ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 8· οὕτω, κάταντες κινεῖσθαι Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 2· τὰ κατάντη, ὡς Ἐπίρρ., Ξεν. Ἱππ· 8, 6, Ἱππαρχ. 8, 3, Κυν. 5, 17· τὰ κ. φέρεσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9, κτλ. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. pronus, κεκλιμένος, ἐπικλινής, [[ἐπιρρεπής]], [[πρός]] τι Εὐρ. Ρῆσ. 318· κ. [[συμφορά]], [[εὔκολος]] κ. πρὸς τὰ χείρονα Πλούτ. 2. 53D.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui va en pente, incliné ; τὸ κάταντες, pente;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui incline vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[καταντάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντης Medium diacritics: κατάντης Low diacritics: κατάντης Capitals: ΚΑΤΑΝΤΗΣ
Transliteration A: katántēs Transliteration B: katantēs Transliteration C: katantis Beta Code: kata/nths

English (LSJ)

ες, (ἄντα)
A downhill, steep, opp. ἀνάντης, κ. ἀτραπός Ar.Ra.127; ἐς τὰ κατάντεα = downwards, Hp.Off.9; ἐπὶ κάταντες, = κάταντα, Pl.Ti.77d; εἰς τὸ κάταντες X.Eq.8.8; ἐν τῷ κατάντει Id.HG4.8.37; ἀπὸ τοῦ κατάντους ib.3.5.20; ἐν τοῖς κατάντεσι Diocl.Fr.142: neut. as adverb, κάταντες κινεῖσθαι Arist.Ph.248a22; τὰ κατάντη ἁμιλλώμενοι X.Eq. 8.6; τὰ κ. ἐλαύνεσθαι Id.Eq.Mag.8.3; θεῖν Id.Cyn.5.17; φέρεσθαι Arist.HA567a7; καταβαίνειν Thphr.Lass.11.
II metaph., prone, inclined, πρός τι E.Rh.318, Epicur.Nat.908.4, Plu.2.53e.

German (Pape)

[Seite 1366] neutr. κάταντες, nach Arcad. 118, 1, herabgehend, abschüssig; ὁδός Ar. Ran. 127; γεώλο φος Theocr. 1, 13; Hippocr.; ἐπὶ τὸ κάταντες Plat. Tim. 77 d; πέτρας ἐπεκυλίνδουν εἰς τὸ κάταντες Xen. Hell. 3, 5, 20; Sp. – Übertr., geneigt, leicht, ἕρπει κατάντης συμφορὰ πρὸς τἀγαθόν Eur. Rhes. 318; πρὸς τὰ χείρονα κατάντης Plut. ad. et am. discr. 12.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 qui va en pente, incliné ; τὸ κάταντες, pente;
2 fig. qui incline vers, avec πρός et l'acc..
Étymologie: καταντάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντης: -ες, (ἄντα) κατωφερής, ἀπόκρημνος, ἀπότομος, (ἀντίθ. τῷ ἀνάντης καὶ προσάντης), κατάντης ὁδὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 127· τόποι Ἀθήν.· γεώλοφος Θεόκρ.· εἰς τὰ κατάντη, πρὸς τὰ κάτω, κατωφερῆ, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· ἐπὶ κάταντες = κάταντα, Πλάτ. Τίμ. 77D· εἰς τὸ κάταντες πέτρας ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἐν τῷ κατάντει αὐτόθι 4. 8, 37· ἀπὸ τοῦ κατάντους ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 8· οὕτω, κάταντες κινεῖσθαι Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 2· τὰ κατάντη, ὡς Ἐπίρρ., Ξεν. Ἱππ· 8, 6, Ἱππαρχ. 8, 3, Κυν. 5, 17· τὰ κ. φέρεσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9, κτλ. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. pronus, κεκλιμένος, ἐπικλινής, ἐπιρρεπής, πρός τι Εὐρ. Ρῆσ. 318· κ. συμφορά, εὔκολος κ. πρὸς τὰ χείρονα Πλούτ. 2. 53D.

Greek Monolingual

-ες (Α κατάντης, κάταντες)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη
τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη του ποταμού» — τα μέρη του ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές)
αρχ.
1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ' ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ κατάντει ἦν», Ξεν.)
2. επιρρεπής («ἕρπει κατάντης ξυμφορὰ πρὸς τἀγαθά», Ευρ.)
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) κάταντες και κατάντη
προς τα κάτω («εἰ κάταντες, τὸ δ' ἄναντες κινεῖσθαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άντης (< θ. -αντ-εσ- < αντ-, πρβλ. άντα, άντην, αντί), πρβλ. ανάντης, εξάντης].

Greek Monotonic

κατάντης: -ες (ἄντα),
I. κατηφορικός, καθοδικός, απότομος, απόκρημνος, σε Αριστοφ.· εἰς τὸ κάταντες, προς τα κάτω, σε Ξεν.
II. μεταφ., κεκλιμένος, κατηφορικός, επικλινής, επιρρεπής, πρός τι, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάντης -ες [κατά, ἄντα] hellend, steil:; ἐπὶ κάταντες steil omlaag Plat. Tim. 77d; εἰς τὸ κάταντες naar beneden Xen. Hell. 2.4.15; ἐν τῷ κατάντει op de berghelling Xen. Hell. 4.8.37; subst. τὰ κατάντη schuin lopende delen. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κατάντης:
1) идущий под гору, наклонный, покатый (γεώλοφος Theocr.; ὁδός Arph.; πορεῖαι Arst.; τόποι Plut.);
2) склонный, расположенный, тяготеющий (πρὸς τὰ χείρονα, πρὸς πᾶσαν χάριν Plut.);
3) ведущий, приводящий (πρὸς τἀγαθόν Eur.).

Middle Liddell

κατ-άντης, ες ἄντα
I. down-hill, downward, steep, Ar.; εἰς τὸ κάταντες downwards, Xen.
II. metaph. prone, inclined, πρός τι Eur.

English (Woodhouse)

down hill, sloping down

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)