κεντρίζω: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1418.png Seite 1418]] (das [[κέντρον]] gebrauchen), = [[κεντέω]]; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1418.png Seite 1418]] (das [[κέντρον]] gebrauchen), = [[κεντέω]]; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.
}}
{{bailly
|btext=aiguillonner.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[κεντέω]], διὰ τοῦ κέντρου [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6· μεταφορ., [[ἔρως]] κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24· [[ἔπαινος]] κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. [[ἐγκεντρίζω]], ἐμβολίζω, Ἐκκλ.
|lstext='''κεντρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[κεντέω]], διὰ τοῦ κέντρου [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6· μεταφορ., [[ἔρως]] κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24· [[ἔπαινος]] κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. [[ἐγκεντρίζω]], ἐμβολίζω, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=aiguillonner.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίζω Medium diacritics: κεντρίζω Low diacritics: κεντρίζω Capitals: ΚΕΝΤΡΙΖΩ
Transliteration A: kentrízō Transliteration B: kentrizō Transliteration C: kentrizo Beta Code: kentri/zw

English (LSJ)

= κεντέω, X.Eq.11.6: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; stimulate, τὰ σώματα Sor.2.54:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12; ὑπὸ πάθους Ph. 2.386.

German (Pape)

[Seite 1418] (das κέντρον gebrauchen), = κεντέω; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.

French (Bailly abrégé)

aiguillonner.
Étymologie: κέντρον.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίζω: μέλλ. -ίσω, = κεντέω, διὰ τοῦ κέντρου ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6· μεταφορ., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24· ἔπαινος κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. ἐγκεντρίζω, ἐμβολίζω, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

(ΑΜ κεντρίζω) κέντρον
1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο»)
2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί
3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την περιέργεια»)
4. (σχετικά με φυτά) κεντρώνω, μπολιάζω.

Greek Monotonic

κεντρίζω: μέλ. —ίσω = κεντέω, κεντρίζω, τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, σε Ξεν.· μεταφ., ἔρως κ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κεντρίζω:
1) подгонять стрекалом, подстегивать (τινά Xen.);
2) подстрекать, побуждать, поощрять (εἰς ἔρωτα Plat.; νύττειν καὶ κ. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεντρίζω [κέντρον] pass. overdr. gestimuleerd worden:. κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς... φιλονικίας gestimuleerd door zijn eerzucht Xen. Cyr. 8.7.12.

Middle Liddell

κεντρίζω,
to prick, goad or spur on, Xen.; metaph., ἔρως κ. Xen. = κεντέω,]