χρηστήριος: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1375.png Seite 1375]] auch 2 Endgn, 1) zum Wahrsager, zum Wahrsagen gehörig, prophetisch; ὄρνιθες Aesch. Spt. 26; ἐφετμἡ Λοξίου Eum. 232, die das Orakel gegeben; [[ἐσθής]], das Kleid des Wahrsagers, Ag. 1243, τρίποδα [[χρηστήριον]] λιποῦσα Eur. Ion 1320. – 2) ([[χράομαι]]) zum Gebrauche gehörig, bestimmt; χρηστήρια, mit und ohne σκεύη, Geschirr, Hausrath, utensilia, Strab. u. a. Sp.; Poll. 10, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1375.png Seite 1375]] auch 2 Endgn, 1) zum Wahrsager, zum Wahrsagen gehörig, prophetisch; ὄρνιθες Aesch. Spt. 26; ἐφετμἡ Λοξίου Eum. 232, die das Orakel gegeben; [[ἐσθής]], das Kleid des Wahrsagers, Ag. 1243, τρίποδα [[χρηστήριον]] λιποῦσα Eur. Ion 1320. – 2) ([[χράομαι]]) zum Gebrauche gehörig, bestimmt; χρηστήρια, mit und ohne σκεύη, Geschirr, Hausrath, utensilia, Strab. u. a. Sp.; Poll. 10, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui concerne les oracles, les prophéties.<br />'''Étymologie:''' [[χράω]]³. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρηστήριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 241· ([[χράω]] (Γ) Α)· - ὁ ἀνήκων εἰς μαντιον, ἐκ μαντείου, [[μαντικός]], [[προφητικός]] ἐφετμαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὄρνιθες ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 26· χρηστηρίαν ἐσθῆτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1270· [[τρίπους]] χρ. Εὐρ. Ἴων 1320· [[τοὔνομα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 822· [[ὡσαύτως]], Ἄπολλον χρηστήριε, δοτὴρ χρησμῶν, Ἡρόδ. 6. 80, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3527, ΙΙ. ([[χράομαι]]) ὡς τὸ [[χρηστικός]], [[κατάλληλος]] ἢ κατεσκευαμένος ἐπίτηδες πρὸς χρῆσιν, [[χρήσιμος]], χρηστήρια σκεύη, «τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίας σκεύη ὠνόμαζον χρηστήρια, ὡς καὶ [[Πλάτων]] ἐν Ἑλλάδι εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ι΄, 11 (ἴδε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 6), Στράβ. 604, Συλλ. Ἐπιγρ. 3069 30. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425. | |lstext='''χρηστήριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 241· ([[χράω]] (Γ) Α)· - ὁ ἀνήκων εἰς μαντιον, ἐκ μαντείου, [[μαντικός]], [[προφητικός]] ἐφετμαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὄρνιθες ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 26· χρηστηρίαν ἐσθῆτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1270· [[τρίπους]] χρ. Εὐρ. Ἴων 1320· [[τοὔνομα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 822· [[ὡσαύτως]], Ἄπολλον χρηστήριε, δοτὴρ χρησμῶν, Ἡρόδ. 6. 80, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3527, ΙΙ. ([[χράομαι]]) ὡς τὸ [[χρηστικός]], [[κατάλληλος]] ἢ κατεσκευαμένος ἐπίτηδες πρὸς χρῆσιν, [[χρήσιμος]], χρηστήρια σκεύη, «τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίας σκεύη ὠνόμαζον χρηστήρια, ὡς καὶ [[Πλάτων]] ἐν Ἑλλάδι εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ι΄, 11 (ἴδε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 6), Στράβ. 604, Συλλ. Ἐπιγρ. 3069 30. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:15, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον A.Eu.241: (χράω (B) A):
A oracular, prophetic, ἐφετμαί l. c.; ὄρνιθες Id.Th.26; χρηστηρίαν ἐσθῆτα Id.Ag. 1270; τρίπους χ. E.Ion1320; τοὔνομα Id.Hel.822; also Ἄπολλον χρηστήριε author of oracles, Hdt.6.80, cf. OGI312 (Aegae, ii B. C.).
II (χράομαι) = χρηστικός, fitted for use or designed for use, useful, χρηστήρια σκεύη = household utensils or furniture, Pl.Com.27 (τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίαν σ. Poll.10.11); without σκεύη, Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.), OGI326.30 (Teos, ii B. C.); ὅσα σκύτινα τῶν ὅπλων καὶ τῶν χ. Str.13.1.48, cf. 15.2.6, Nic.Dam.106J.; τὸν περίβολον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ χ. Expl.Arch.de Délos 11.291, cf. 120, Durrbach Choixd' inscr.de Délos 119 (ii B. C.); τὰ δώματα καὶ τὰ χ. τῶν ὑδάτων Supp.Epigr.8.170 (Palestine), cf. PCair.Zen.764.37 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1375] auch 2 Endgn, 1) zum Wahrsager, zum Wahrsagen gehörig, prophetisch; ὄρνιθες Aesch. Spt. 26; ἐφετμἡ Λοξίου Eum. 232, die das Orakel gegeben; ἐσθής, das Kleid des Wahrsagers, Ag. 1243, τρίποδα χρηστήριον λιποῦσα Eur. Ion 1320. – 2) (χράομαι) zum Gebrauche gehörig, bestimmt; χρηστήρια, mit und ohne σκεύη, Geschirr, Hausrath, utensilia, Strab. u. a. Sp.; Poll. 10, 11.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui concerne les oracles, les prophéties.
Étymologie: χράω³.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστήριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 241· (χράω (Γ) Α)· - ὁ ἀνήκων εἰς μαντιον, ἐκ μαντείου, μαντικός, προφητικός ἐφετμαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὄρνιθες ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 26· χρηστηρίαν ἐσθῆτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1270· τρίπους χρ. Εὐρ. Ἴων 1320· τοὔνομα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 822· ὡσαύτως, Ἄπολλον χρηστήριε, δοτὴρ χρησμῶν, Ἡρόδ. 6. 80, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3527, ΙΙ. (χράομαι) ὡς τὸ χρηστικός, κατάλληλος ἢ κατεσκευαμένος ἐπίτηδες πρὸς χρῆσιν, χρήσιμος, χρηστήρια σκεύη, «τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίας σκεύη ὠνόμαζον χρηστήρια, ὡς καὶ Πλάτων ἐν Ἑλλάδι εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ι΄, 11 (ἴδε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 6), Στράβ. 604, Συλλ. Ἐπιγρ. 3069 30. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.
Greek Monolingual
-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς
3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρηστήρια
(με ή χωρίς τη λ. σκεύη) μαγειρικά σκεύη ή έπιπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. χρή «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τήριος (πρβλ. πιεσ-τήριος), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. του τ. βλ. λ. χρή)].
Greek Monotonic
χρηστήριος: -α, -ον και -ος, -ον, χράω (Γ) I.], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από μαντείο, μαντικός, προφητικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· Ἄπολλον χρηστήριε, δότης χρησμών, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
χρηστήριος: и
1) пророческий, вещий (ἐφετμὴ Λοξίου, ὄρνιθες Aesch.; τοὔνομα Eur.; Ἀπόλλων Her.);
2) прорицательский (ἐσθής Aesch.; τρίπους Eur.).
Middle Liddell
χρηστήριος, η, ον [χράω3]
of or from an oracle, oracular, prophetic, Aesch., Eur.; Ἄπολλον χρηστήριε author of oracles, Hdt.