ψεδνός: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; [[λάχνη]] Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ [[χέρσος]] durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. [[ψυδνός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; [[λάχνη]] Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ [[χέρσος]] durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. [[ψυδνός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> rare, clairsemé <i>en parl. de cheveux, de poils</i>;<br /><b>2</b> chauve.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté pê à [[ψάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψεδνός''': -ή, -όν, [[ἀραιός]], [[μαδαρός]], [[λάχνη]] Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[φαλακρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ [[καθόλου]], [[ψιλός]], [[γυμνός]], γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. [[ψιλός]], [[ψωλός]]· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. [[ψυδνός]]. | |lstext='''ψεδνός''': -ή, -όν, [[ἀραιός]], [[μαδαρός]], [[λάχνη]] Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[φαλακρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ [[καθόλου]], [[ψιλός]], [[γυμνός]], γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. [[ψιλός]], [[ψωλός]]· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. [[ψυδνός]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, thin, spare, scanty, λάχνη Il.2.219; χαῖται AP9.430 (Crin.); κόμαι Aret.SD2.13: later of a person, bald-headed, Luc.DMort.25.1: generally, bare, naked, χωρία Aristid.Or.36(48).67 (Comp.):—v.l. for ψυδρός or ψυδνός in Thgn.122.
German (Pape)
[Seite 1392] abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; λάχνη Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ χέρσος durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. ψυδνός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 rare, clairsemé en parl. de cheveux, de poils;
2 chauve.
Étymologie: DELG apparenté pê à ψάω.
Greek (Liddell-Scott)
ψεδνός: -ή, -όν, ἀραιός, μαδαρός, λάχνη Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, φαλακρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ καθόλου, ψιλός, γυμνός, γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. ψιλός, ψωλός· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. ψυδνός.
English (Autenrieth)
(ψάω): rubbed off, thin, sparse, Il. 2.219†.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) φαλακρός
3. (για γη) γυμνός, άδενδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -δνός (πρβλ. γοεδνός, κεδνός, μακεδνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη σημ. του επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την οικογένεια τών ψήω / ψῆν / ψαίω, μέσω αμάρτυρων τ. ψαιδνός (πρβλ. ψαιδρά
ἀραιότριχα Ησύχ.) ή ψιδνός (πρβλ. ψιλός), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη].
Greek Monotonic
ψεδνός: -ή, -όν, αραιός, φαλακρός, λέγεται για τα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.· λέγεται για άνθρωπο, φαλακρός, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψεδνός -ή -όν [~ ψάω] van haar dun, schaars; later van pers. kaal.
Russian (Dvoretsky)
ψεδνός:
1) редкий (негустой), жидкий (λάχνη Hom.; χαῖται μήλων Anth.);
2) плешивый (Θερσίτης Luc.).
Middle Liddell
ψεδνός, ή, όν
thin, spare, scanty, of hair, Il., Anth.; of a person, bald-headed, Luc.
Frisk Etymology German
ψεδνός: {psednós}
Meaning: dünn, spärlich, vom Haar, kahlköpfig, sekund. kahl vom Boden (Β 219, AP, Aret., Luk., Aristid.)
Derivative: mit ψεδνοκάρηνος kahlköpfig (Orph.), -θριξ dünnhaarig (Tz.), -ότης f. ‘Kahl- köpfigkeit’ (Adam.), -όομαι kahlköpfig werden (S. E.).
Etymology: Zu ψῆν; näheres Vorbild unbekannt (κεδνός, μακεδνός, γοεδνός liegen gleich fern). Daneben die synonymen ψηνός (Semon.), ψανός (H.), ψιλός, ψαιδρά· ἀραιότριχα H. u.a.; s. Solmsen Wortforsch. 136 A. 2 (S. 137), der in ψεδνός Β 219 (wovon alle übrigen Stellen) eine sehr alte Textverderbnis für *ψαιδνός oder *ψιδνός erwägt. Aber warum hätte man *ψαιδνός (: ψαίω) oder *ψιδνός (: ψιλός) dem anscheinend isolierten ψεδνός zuliebe geopfert ?
Page 2,1131-1132