ἀπονέω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] = [[ἀπονήχομαι]]. (s. [[νέω]]), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] = [[ἀπονήχομαι]]. (s. [[νέω]]), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />ôter un poids de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀπονέομαι]] se décharger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νέω]]⁴. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονέω''': ([[ἄπονος]]) εἶμαι [[ἄνευ]] πόνου, ὀδύνης, [[ὑγιαίνω]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.<br />μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. [[ἀπορρίπτω]] βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364. | |lstext='''ἀπονέω''': ([[ἄπονος]]) εἶμαι [[ἄνευ]] πόνου, ὀδύνης, [[ὑγιαίνω]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.<br />μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. [[ἀπορρίπτω]] βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:30, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), A unload:—Med., throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη (expl. by ἀποσωρεύσασα in AB432, Hsch.) E.Ion875; ἀπενήσω· ἀπέβαλες AB421; ἀπὸ δ' εἵματα . . νηήσαντο A.R.1.364.
ἀπονέω (B), (ἄπονος) A to be without pain, Hsch. s.v. ἀωδυνεῖν.
Spanish (DGE)
no sufrir, estar sano Hsch.s.u. ἀωδυνεῖν.
German (Pape)
[Seite 316] = ἀπονήχομαι. (s. νέω), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
ôter un poids de;
Moy. ἀπονέομαι se décharger.
Étymologie: ἀπό, νέω⁴.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονέω: (ἄπονος) εἶμαι ἄνευ πόνου, ὀδύνης, ὑγιαίνω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.
μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. ἀπορρίπτω βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364.
Greek Monolingual
ἀπονέω (Α)
1. ξεφορτώνω
2. (-ομαι) απορρίπτω βάρος από πάνω μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + νέω (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «συσσωρεύω, φορτώνω»].
Greek Monotonic
ἀπονέω: μέλ. -νήσω, ξεφορτώνω — Μέσ., ρίχνω ένα βάρος από πάνω μου, στέρνων ἀπονησαμένη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονέω: снимать бремя, med. снимать с себя (στέρνων, sc. τι Eur.).
Middle Liddell
to unload:— Mid. to throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη Eur.