ἀτύχημα: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0390.png Seite 390]] τό, das Unglück, bes. das Mißlingen einer Sache, von Thuc. an öfter bei den Rednern u. Plut. Nach Arist. Eth. 5, 8 [[ὅταν]] παραλόγως ἡ [[βλάβη]] γένηται, im Ggstz des verschuldeten Unglücks, [[ἁμάρτημα]], u. von [[ἀδίκημα]], rhet. 1, 13. Doch Pol. 12, 4 ist es Uebelthat; vgl. 5, 67; auch Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0390.png Seite 390]] τό, das Unglück, bes. das Mißlingen einer Sache, von Thuc. an öfter bei den Rednern u. Plut. Nach Arist. Eth. 5, 8 [[ὅταν]] παραλόγως ἡ [[βλάβη]] γένηται, im Ggstz des verschuldeten Unglücks, [[ἁμάρτημα]], u. von [[ἀδίκημα]], rhet. 1, 13. Doch Pol. 12, 4 ist es Uebelthat; vgl. 5, 67; auch Plut.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> infortune, insuccès, échec;<br /><b>2</b> faute involontaire, méprise;<br />[[ἀτυχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτύχημα''': τό, [[δυστύχημα]], [[ἀποτυχία]], [[σφάλμα]], δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) [[σφάλμα]] ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀδίκημα]] καὶ [[ἁμάρτημα]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, [[ἔγκλημα]], κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. [[αὐτόθι]] 13. 5.
|lstext='''ἀτύχημα''': τό, [[δυστύχημα]], [[ἀποτυχία]], [[σφάλμα]], δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) [[σφάλμα]] ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀδίκημα]] καὶ [[ἁμάρτημα]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, [[ἔγκλημα]], κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. [[αὐτόθι]] 13. 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> infortune, insuccès, échec;<br /><b>2</b> faute involontaire, méprise;<br />[[ἀτυχέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῠχημα Medium diacritics: ἀτύχημα Low diacritics: ατύχημα Capitals: ΑΤΥΧΗΜΑ
Transliteration A: atýchēma Transliteration B: atychēma Transliteration C: atychima Beta Code: a)tu/xhma

English (LSJ)

ατος, τό, A misfortune, miscarriage, Antipho 3.4.5 (v.l.), Timocl.6.18. 2 fault of ignorance, mistake, D.23.70; opp. ἀδίκημα, ἁμάρτημα, Gorg.11, Arist.Rh.1374b6, EN1135b12: euphemism, crime, ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20, cf.Plb.12.14.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 desventura, infortunio περισσότερα ἀτυχήματα Antipho 3.4.5, τὰ μείζονα ... πέπονθε τις ἀτυχήματα Timocl.6.18, τὸ πρᾶγμ' ἀτύχημα συμβέβηκεν D.22.17, τῶν δὲ ἀτυχημάτων ἁπάντων Δημοσθένην (αἴτιον γεγενημένον) Aeschin.3.57, ἐπάγομαι μέγ' ἀτύχημα Men.Sam.218, τὸ ... ἀτύχημα τῇ πόλει συμβάν D.Chr.34.7, ἐν ἀτυχήμασιν εὐτυχεῖν Ach.Tat.1.8.8, cf. Plb.12.14.2, Eun.VS 461
ref. a una pers. calamidad ἐν δὲ ταῖς ἐνεργείας ταπεινοί ... ὅλοι ἀτυχήματα y en las acciones somos abyectos ... completas calamidades Arr.Epict.2.16.18, tb. ref. a animales, Arr.Epict.1.3.7, 9.
2 falta involuntaria, error fortuito op. ἁμάρτημα Gorg.B 11.19, Arist.EN 1135b17, ἔστιν ἀτυχήματα ... ὅσα παράλογα καὶ μὴ ἀπὸ μοχθηρίας Arist.Rh.1374b6, cf. Plu.2.468a
euf. delito ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20.

German (Pape)

[Seite 390] τό, das Unglück, bes. das Mißlingen einer Sache, von Thuc. an öfter bei den Rednern u. Plut. Nach Arist. Eth. 5, 8 ὅταν παραλόγως ἡ βλάβη γένηται, im Ggstz des verschuldeten Unglücks, ἁμάρτημα, u. von ἀδίκημα, rhet. 1, 13. Doch Pol. 12, 4 ist es Uebelthat; vgl. 5, 67; auch Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 infortune, insuccès, échec;
2 faute involontaire, méprise;
ἀτυχέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτύχημα: τό, δυστύχημα, ἀποτυχία, σφάλμα, δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀδίκημα καὶ ἁμάρτημα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, ἔγκλημα, κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. αὐτόθι 13. 5.

Greek Monolingual

το (AM ἀτύχημα) ατυχής
δυστύχημα, δυσάρεστο γεγονός
αρχ.
1. σφάλμα ή παράπτωμα που έγινε από άγνοια, σε αντίθεση με το αδίκημα
2. σωματικό ελάττωμα
3. (ευφημιστικά) έγκλημα.

Greek Monotonic

ἀτύχημα: -ατος, τό, ατυχία, ατύχημα, αναποδιά, σε Ρήτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτύχημα: ατος (ῠ) τό
1) неудача, провал, несчастье, Isae., Dem., Plut.;
2) (невольная), ошибка Arst.;
3) преступление, злодеяние (περί τινα Polyb.).

Middle Liddell

ἀτυχέω
a misfortune, mishap, Oratt.

English (Woodhouse)

calamity, defeat, disaster, misfortune, blow of fortune, piece of ill-luck

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)