ἐπίχαρις: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' [[ἐπίχαρις]] [[Ἄρης]] Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; [[θηρίον]], der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' [[ἐπίχαρις]] [[Ἄρης]] Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; [[θηρίον]], der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br />plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίχᾰρις''': ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, [[εὐάρεστος]], [[εὐχάριστος]], [[θελκτικός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 910 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ δάκτυλον, [[οἷον]] τὸ [[εὔχαρις]]), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· [[χάρις]] οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· [[θηρίον]] ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, [[τρόπος]] [[εὐάρεστος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[εἶναι]] ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ [[ἐπιχάριτος]]), συχν. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. [[ἐπιχαρίττως]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. [[ἐπιχαρίζομαι]].
|lstext='''ἐπίχᾰρις''': ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, [[εὐάρεστος]], [[εὐχάριστος]], [[θελκτικός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 910 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ δάκτυλον, [[οἷον]] τὸ [[εὔχαρις]]), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· [[χάρις]] οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· [[θηρίον]] ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, [[τρόπος]] [[εὐάρεστος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[εἶναι]] ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ [[ἐπιχάριτος]]), συχν. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. [[ἐπιχαρίττως]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. [[ἐπιχαρίζομαι]].
}}
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br />plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχαρις Medium diacritics: ἐπίχαρις Low diacritics: επίχαρις Capitals: ΕΠΙΧΑΡΙΣ
Transliteration A: epícharis Transliteration B: epicharis Transliteration C: epicharis Beta Code: e)pi/xaris

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. ἐπίχαρι, pleasing, charming, οὐδ' ἐ. Ἄρης A.Th.910 (lyr.), etc.; ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις X.Cyr.1.4.4; χάρις οὐκ ἐ. Pl.Lg.853d; σιμός, ἐ. κληθείς Id.R.474d; θηρίον ἐπίχαρι, of the hare, X.Cyn.5.33; τὸ ἐπίχαρι = pleasantness of manner, Id.An.2.6.12; elegance, of mathematical study, Pl.R.528d: Comp. and Sup. ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (as if from ἐπιχάριτος which is found later, Alciphr. 2.4, Ptol.Tetr.166, prob. in 164), X.Smp.7.5, Oec.7.37. Adv. ἐπιχαρίτως Id.Ap.4, Isoc.15.8; Boeot. ἐπιχαρίτως dub. l. in Ar.Ach.867.

German (Pape)

[Seite 1002] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' ἐπίχαρις Ἄρης Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; θηρίον, der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιτος;
plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, εὐάρεστος, εὐχάριστος, θελκτικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 910 (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ δάκτυλον, οἷον τὸ εὔχαρις), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· χάρις οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· θηρίον ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, τρόπος εὐάρεστος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ ἐπιχάριτος), συχν. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. εἶναι ὡσαύτως ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. ἐπιχαρίττως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. ἐπιχαρίζομαι.

Greek Monolingual

ἐπίχαρις, -ι (AM)
1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι
α) ευχάριστο ήθος, πολιτισμένη συμπεριφορά
β) κομψότητα κατασκευής ή συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρις (< χάρις)].

Greek Monotonic

ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, ουδ. -χαρι, ευχάριστος, συμπαθητικός, αρεστός, χαριτωμένος, σε Αισχύλ., Ξεν.· τὸ ἐπίχαρι, ευγένεια στη συμπεριφορά, στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (όπως αν προερχόταν από το ἐπιχάριτος), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, ἐπιχαρίτως, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχᾱρις: ι, gen. ῐτος
1) любезный, приятный, обходительный (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ χάριν οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);
2) ласковый, кроткий (θηρίον Xen.).

Middle Liddell


pleasing, agreeable, charming, Aesch., Xen.:— τὸ ἐπίχαρι pleasantness of manner, Xen.—The comp. and Sup. are ἐπιχαριτώτερος, -τατος (as if from ἐπιχάριτοσ), Xen.: adv. is also ἐπιχαρίτως, Xen.

English (Woodhouse)

charming, delightful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)