κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{LSJ2
|lstext='''κόθουρος''': -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, [[κολοβός]], [[ἄνευ]] οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων [[κέντρον]] Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. [[κόλουρος]]. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = [[βλάβη]], [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[σύνθετος]] ἐκ τῶν κοθώ, [[οὐρά]].)
|Full diacritics=κόθουρος
|Medium diacritics=κόθουρος
|Low diacritics=κόθουρος
|Capitals=ΚΟΘΟΥΡΟΣ
|Transliteration A=kóthouros
|Transliteration B=kothouros
|Transliteration C=kothouros
|Beta Code=ko/qouros
|Definition=ον, [[docktailed]], i.e. [[without a sting]], [[κήφηνες]] Hes. ''Op.'' 304.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).
}}
{{elru
|elrutext='''κόθουρος:''' [*[[κοθώ]] «[[ущерб]]»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 10: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
}}
{{ls
|lstext='''κόθουρος''': -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, [[κολοβός]], [[ἄνευ]] οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων [[κέντρον]] Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. [[κόλουρος]]. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = [[βλάβη]], [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[σύνθετος]] ἐκ τῶν κοθώ, [[οὐρά]].)
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: adjunct of [[κηφήν]] or the drone, [[without sting]] (Hes. Op. 304); [[κόθουριν]] (cod. <b class="b3">-οῦ-</b>) [[ἀλώπεκα]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Like [[κόλουρος]], f. <b class="b3">-ρις</b> <b class="b2">with cut (short) tail</b> (of the fox etc.) from [[κόλος]] and [[οὑρά]], thus without doubt [[κόθουρος]] to <b class="b3">κοθώ βλάβη</b> H., which is further unclear. In H. also <b class="b3">κορθώ βλάβη</b>; so [[κόθουρος]] for <b class="b3">*κορθ-ουρος</b> and [[κοθώ]] derived from [[κόθουρος]]? - With [[κορθώ]] cf. Skt. <b class="b2">kr̥dhú-</b> [[shortened]], [[mutilated]], [[invalid]] (but this would have given <b class="b3">*κραθ-υ-</b> in Greek). - Fur. 198 connects [[κοντός]], [[κονδός]], with similar meaning, s.v.<br />See also: s. [[κυρσάνιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κόθ-ουρος, ον<br />of drones, [[dock]]-tailed, i. e. without a [[sting]], Hes. [Prob. from [[κοθώ]] an old [[word]] for [[βλάβη]], and [[οὐρά]] [[tail]].]
}}
{{FriskDe
|ftr='''κόθουρος''': {kóthouros}<br />'''Meaning''': Beiwort des [[κηφήν]] od. der Drohne, [[ohne Stachel]] (Hes. ''Op''. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-)· ἀλώπεκα H.<br />'''Etymology''': Wie [[κόλουρος]], f. -ρις [[stumpfschwänzig]] (vom Fuchs usw.) aus [[κόλος]] und [[οὐρά]], ebenso ohne Zweifel [[κόθουρος]] zu [[κοθώ]]· [[βλάβη]] H., das seinerseits indessen dunkel ist. Bei H. auch [[κορθώ]]· [[βλάβη]]; [[κόθουρος]] somit für *κορθουρος und [[κοθώ]] aus [[κόθουρος]] losgelöst? — Zu [[κορθώ]] vgl. aind. ''kr̥dhú''- [[verkürzt]], [[verstümmelt]], [[mangelhaft]] u. a.; s. [[κυρσάνιος]].<br />'''Page''' 1,891
}}
}}

Latest revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόθουρος Medium diacritics: κόθουρος Low diacritics: κόθουρος Capitals: ΚΟΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kóthouros Transliteration B: kothouros Transliteration C: kothouros Beta Code: ko/qouros

English (LSJ)

ον, docktailed, i.e. without a sting, κήφηνες Hes. Op. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue écourtée (ép. du faux bourdon).
Étymologie: κοθώ, cf. κορθώ, skr. krdhú- « écourté », et οὐρά.
Par. κόλουρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).

Russian (Dvoretsky)

κόθουρος: [*κοθώ «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).

Greek Monolingual

κόθουρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός
2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + -ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ-ουρος. Το α' συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως βλάβη και είναι άγνωστης ετυμολ. Κατ' άλλη άποψη, κόθ-ουρος < κόρθ-ουρος με α' συνθετικό τη γλώσσα του Ησυχίου κορθώ
βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, το κοθώ θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το κόθ- του κόθ-ουρος κατά το κοθρώ. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. krdhu- «κολοβός, ακρωτηριασμένος» ή με το κορθύω «ανυψώνω»].

Greek Monotonic

κόθουρος: -ον, λέγεται για τους κηφήνες, κολοβός, δηλ. χωρίς κεντρί, σε Ηρόδ. (Πιθ. από το κοθώ, -οῦς, , αρχαία λέξη αντί για βλάβη και το οὐρά, η ουρά).

Greek (Liddell-Scott)

κόθουρος: -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, κολοβός, ἄνευ οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων κέντρον Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. κόλουρος. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, ὥστελέξις φαίνεται σύνθετος ἐκ τῶν κοθώ, οὐρά.)

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of κηφήν or the drone, without sting (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-) ἀλώπεκα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Like κόλουρος, f. -ρις with cut (short) tail (of the fox etc.) from κόλος and οὑρά, thus without doubt κόθουρος to κοθώ βλάβη H., which is further unclear. In H. also κορθώ βλάβη; so κόθουρος for *κορθ-ουρος and κοθώ derived from κόθουρος? - With κορθώ cf. Skt. kr̥dhú- shortened, mutilated, invalid (but this would have given *κραθ-υ- in Greek). - Fur. 198 connects κοντός, κονδός, with similar meaning, s.v.
See also: s. κυρσάνιος.

Middle Liddell

κόθ-ουρος, ον
of drones, dock-tailed, i. e. without a sting, Hes. [Prob. from κοθώ an old word for βλάβη, and οὐρά tail.]

Frisk Etymology German

κόθουρος: {kóthouros}
Meaning: Beiwort des κηφήν od. der Drohne, ohne Stachel (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-)· ἀλώπεκα H.
Etymology: Wie κόλουρος, f. -ρις stumpfschwänzig (vom Fuchs usw.) aus κόλος und οὐρά, ebenso ohne Zweifel κόθουρος zu κοθώ· βλάβη H., das seinerseits indessen dunkel ist. Bei H. auch κορθώ· βλάβη; κόθουρος somit für *κορθουρος und κοθώ aus κόθουρος losgelöst? — Zu κορθώ vgl. aind. kr̥dhú- verkürzt, verstümmelt, mangelhaft u. a.; s. κυρσάνιος.
Page 1,891