κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
 
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόθουρος''': -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, [[κολοβός]], [[ἄνευ]] οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων [[κέντρον]] Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. [[κόλουρος]]. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = [[βλάβη]], [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[σύνθετος]] ἐκ τῶν κοθώ, [[οὐρά]].)
|elnltext=κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).
}}
{{elru
|elrutext='''κόθουρος:''' [*[[κοθώ]] «[[ущерб]]»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόθουρος:''' [*[[κοθώ]] «[[ущерб]]»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
|lstext='''κόθουρος''': -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, [[κολοβός]], [[ἄνευ]] οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων [[κέντρον]] Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. [[κόλουρος]]. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = [[βλάβη]], [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[σύνθετος]] ἐκ τῶν κοθώ, [[οὐρά]].)
}}
{{elnl
|elnltext=κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόθουρος Medium diacritics: κόθουρος Low diacritics: κόθουρος Capitals: ΚΟΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kóthouros Transliteration B: kothouros Transliteration C: kothouros Beta Code: ko/qouros

English (LSJ)

ον, docktailed, i.e. without a sting, κήφηνες Hes. Op. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue écourtée (ép. du faux bourdon).
Étymologie: κοθώ, cf. κορθώ, skr. krdhú- « écourté », et οὐρά.
Par. κόλουρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).

Russian (Dvoretsky)

κόθουρος: [*κοθώ «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).

Greek Monolingual

κόθουρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός
2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + -ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ-ουρος. Το α' συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως βλάβη και είναι άγνωστης ετυμολ. Κατ' άλλη άποψη, κόθ-ουρος < κόρθ-ουρος με α' συνθετικό τη γλώσσα του Ησυχίου κορθώ
βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, το κοθώ θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το κόθ- του κόθ-ουρος κατά το κοθρώ. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. krdhu- «κολοβός, ακρωτηριασμένος» ή με το κορθύω «ανυψώνω»].

Greek Monotonic

κόθουρος: -ον, λέγεται για τους κηφήνες, κολοβός, δηλ. χωρίς κεντρί, σε Ηρόδ. (Πιθ. από το κοθώ, -οῦς, , αρχαία λέξη αντί για βλάβη και το οὐρά, η ουρά).

Greek (Liddell-Scott)

κόθουρος: -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, κολοβός, ἄνευ οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων κέντρον Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. κόλουρος. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, ὥστελέξις φαίνεται σύνθετος ἐκ τῶν κοθώ, οὐρά.)

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of κηφήν or the drone, without sting (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-) ἀλώπεκα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Like κόλουρος, f. -ρις with cut (short) tail (of the fox etc.) from κόλος and οὑρά, thus without doubt κόθουρος to κοθώ βλάβη H., which is further unclear. In H. also κορθώ βλάβη; so κόθουρος for *κορθ-ουρος and κοθώ derived from κόθουρος? - With κορθώ cf. Skt. kr̥dhú- shortened, mutilated, invalid (but this would have given *κραθ-υ- in Greek). - Fur. 198 connects κοντός, κονδός, with similar meaning, s.v.
See also: s. κυρσάνιος.

Middle Liddell

κόθ-ουρος, ον
of drones, dock-tailed, i. e. without a sting, Hes. [Prob. from κοθώ an old word for βλάβη, and οὐρά tail.]

Frisk Etymology German

κόθουρος: {kóthouros}
Meaning: Beiwort des κηφήν od. der Drohne, ohne Stachel (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-)· ἀλώπεκα H.
Etymology: Wie κόλουρος, f. -ρις stumpfschwänzig (vom Fuchs usw.) aus κόλος und οὐρά, ebenso ohne Zweifel κόθουρος zu κοθώ· βλάβη H., das seinerseits indessen dunkel ist. Bei H. auch κορθώ· βλάβη; κόθουρος somit für *κορθουρος und κοθώ aus κόθουρος losgelöst? — Zu κορθώ vgl. aind. kr̥dhú- verkürzt, verstümmelt, mangelhaft u. a.; s. κυρσάνιος.
Page 1,891