πελάγιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α <i>ou</i> ος, όν :<br /><b>1</b> qui navigue en pleine mer <i>en parl. de vaisseaux</i>;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
|btext=α <i>ou</i> ος, όν :<br /><b>1</b> qui navigue en pleine mer <i>en parl. de vaisseaux</i>;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πελάγιος''': , -ον, Ἀττ. καὶ ος, ον Εὐρ. Ἑλ. 1436, ἀλλὰ πρβλ. 1062· ([[πέλαγος]])· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[πέλαγος]], ὁ τοῦ πελάγους, Λατ. marinus, [[κλύδων]] Ἑκ. 701· πελαγίας εἰς ἀγκάλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1062 (ἴδε [[ἀγκάλη]])· πλὰξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1438· πελαγίαν ἅλα, τὴν ἐκτεταμένην, τὴν τοῦ πελάγους θάλασσαν (ἴδε [[πέλαγος]], ἅλς)· - ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐν τοῖς πελάγεσι ζῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1278· τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν πελάγια τὰ δὲ αἰγιαλώδη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παράγεια, [[αὐτόθι]] 8. 19, 8· π. ἰχθύες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειοι, [[αὐτόθι]] 6. 17, 8., 13, 1. 2) ὁ ἐν τῷ πελάγει, Σοφ. Τρ. 649· ἐπὶ ναυτῶν ἢ πλοίων, π. [[πλεῖν]] Θουκ. 8.39, πρβλ. 101· π. φανῆναι [[αὐτόθι]] 44· π. ἀνάγεσθαι Ξεν. Ἑλ. 2. 1, 17. 3) ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρτεμίδωρ. 2.37, σ. 218 Reiff.· τῆς Ἴσιδος, Παυσ. 2. 4, 6· ἄλλων θεῶν, Πλούτ. 2. 161C. - Τύπος [[πελαγαῖος]] ἢ πελάγειος ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Παυσ. 7. 21, 7.
|elnltext=πελάγιος -α -ον, f. ook πελάγιος [πέλαγος] van de zee, zee-:; πνεύματα... πελάγια zeewinden Hp. Vict. 37; op zee: pred.. οἱ Ἀθηναῖοι... ἐπεφάνησαν πελάγιοι de Atheners verschenen op open zee Thuc. 8.44.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πελάγιος:''' и 2 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[морской]] ([[κλύδων]] Eur.; [[πλάξ]] Arph.; ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[находящийся в море]]: πλέουσαι αἱ [[νῆες]] πελάγιαι Thuc. плывущие по морю корабли.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πελάγιος:''' -α, -ον και επίσης <i>-ος</i>, <i>-ον</i>· ([[πέλαγος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θαλάσσιος]], Λατ. [[marinus]], σε Ευρ.· λέγεται για ζώα, αυτός που ζει στη [[θάλασσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[θάλασσα]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]], σε Σοφ., λέγεται για σημαδούρες ή πλοία, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''πελάγιος:''' -α, -ον και επίσης <i>-ος</i>, <i>-ον</i>· ([[πέλαγος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θαλάσσιος]], Λατ. [[marinus]], σε Ευρ.· λέγεται για ζώα, αυτός που ζει στη [[θάλασσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[θάλασσα]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]], σε Σοφ., λέγεται για σημαδούρες ή πλοία, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πελάγιος:''' и 2 ()<br /><b class="num">1)</b> [[морской]] ([[κλύδων]] Eur.; [[πλάξ]] Arph.; ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[находящийся в море]]: πλέουσαι αἱ [[νῆες]] πελάγιαι Thuc. плывущие по морю корабли.
|lstext='''πελάγιος''': -α, -ον, Ἀττ. καὶ ος, ον Εὐρ. Ἑλ. 1436, ἀλλὰ πρβλ. 1062· ([[πέλαγος]])· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[πέλαγος]], ὁ τοῦ πελάγους, Λατ. marinus, [[κλύδων]] Ἑκ. 701· πελαγίας εἰς ἀγκάλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1062 (ἴδε [[ἀγκάλη]])· πλὰξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1438· πελαγίαν ἅλα, τὴν ἐκτεταμένην, τὴν τοῦ πελάγους θάλασσαν (ἴδε [[πέλαγος]], ἅλς)· - ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐν τοῖς πελάγεσι ζῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1278· τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν πελάγια τὰ δὲ αἰγιαλώδη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παράγεια, [[αὐτόθι]] 8. 19, 8· π. ἰχθύες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειοι, [[αὐτόθι]] 6. 17, 8., 13, 1. 2) ὁ ἐν τῷ πελάγει, Σοφ. Τρ. 649· ἐπὶ ναυτῶν ἢ πλοίων, π. [[πλεῖν]] Θουκ. 8.39, πρβλ. 101· π. φανῆναι [[αὐτόθι]] 44· π. ἀνάγεσθαι Ξεν. Ἑλ. 2. 1, 17. 3) ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρτεμίδωρ. 2.37, σ. 218 Reiff.· τῆς Ἴσιδος, Παυσ. 2. 4, 6· ἄλλων θεῶν, Πλούτ. 2. 161C. - Τύπος [[πελαγαῖος]] ἢ πελάγειος ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Παυσ. 7. 21, 7.
}}
{{elnl
|elnltext=πελάγιος -α -ον, f. ook πελάγιος [πέλαγος] van de zee, zee-:; πνεύματα... πελάγια zeewinden Hp. Vict. 37; op zee: pred.. οἱ Ἀθηναῖοι... ἐπεφάνησαν πελάγιοι de Atheners verschenen op open zee Thuc. 8.44.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγιος Medium diacritics: πελάγιος Low diacritics: πελάγιος Capitals: ΠΕΛΑΓΙΟΣ
Transliteration A: pelágios Transliteration B: pelagios Transliteration C: pelagios Beta Code: pela/gios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Hel.1062, 1436:—A of the sea, κλύδων Id.Hec.701; ἀγκάλαι Id.Hel.ll. cc.; πλάξ Ar. Ra. 1438; πελαγίαν ἅλα the broad sea, A.Pers.427, cf.467; of animals, living in the sea, E.Hipp.1276 (lyr.); τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν π. τὰ δὲ αἰγιαλώδη Arist.HA488b7; opp. παράγεια, ib.602a16; π. ἰχθύες, opp. πρόσγειοι, ib.598a2; φῦκος π. Thphr.HP4.6.4; ἱέραξ π. PMag.Par.1.211. 2 out at sea, on the open sea, S.Tr.649(lyr.); of seamen or ships, π. πλεῖν Th.8.39, cf. 101; π. ἐπιφανῆναι ib.44; π. ἀνάγεσθαι X.HG2.1.17; π. ἄνεμοι Str.3.2.5. 3 epithet of Poseidon, IG22.410.17; of Aphrodite, Artem.2.37; of Isis, Paus.2.4.6; θεοὶ π. Plu.2.161c. 4 near the sea, π. τόποι, opp. μεσόγειοι, Sor.1.22. 5 γῆ π., a kind of earth, Androm. ap. Gal.13.928. 6 πελάγια· τὰ κρόταλα, ἡ δὲ ῥίνος πελαγία, Hsch.

German (Pape)

[Seite 548] bei den Att. auch 2 Endg., auch πελάγειος, von, aus, auf, in od. an dem Meere, marinus; Soph. Trach. 646, ὃν ἀπόπτολιν εἴχομεν πελάγιον, wo der Schol. erkl. ἀντὶ τοῦ ἄπωθεν τῆς πόλεως ἐν τῴ πελάγει; Aesch. vrbdt auch πελαγία ἅλς, Pers. 427. 467, wie κλύδων Eur. Hec. 701, öfter; πελαγίαν πλάκα Ar. Ran. 1434. – Bes. mitten auf dem Meere, im Ggstz von αἰγιάλειος, vgl. Thuc. 8, 39. 44. 60; ἀνάγεσθαι, Xen. Hell. 2, 1, 17; ἄνεμος, Strab. 3, 2, 5; Ggstz von αἰγιαλώδης, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1; vgl. Plut. de gen. Socr. 23, τῶν νηχομένων τοὺς μὲν πελαγίους ἔτι καὶ πρόσω τῆς γῆς φερομένους, τοὺς δ' ἐγγὺς ἤδη.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, όν :
1 qui navigue en pleine mer en parl. de vaisseaux;
2 en gén. de la mer.
Étymologie: πέλαγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελάγιος -α -ον, f. ook πελάγιος [πέλαγος] van de zee, zee-:; πνεύματα... πελάγια zeewinden Hp. Vict. 37; op zee: pred.. οἱ Ἀθηναῖοι... ἐπεφάνησαν πελάγιοι de Atheners verschenen op open zee Thuc. 8.44.3.

Russian (Dvoretsky)

πελάγιος: и 2 (ᾰ)
1) морской (κλύδων Eur.; πλάξ Arph.; ζῷα Arst.);
2) находящийся в море: πλέουσαι αἱ νῆες πελάγιαι Thuc. плывущие по морю корабли.

Spanish

marino

Greek Monolingual

-α, -ο / πελάγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ πέλαγος
1. αυτός που ανήκει στο πέλαγος, θαλάσσιος, θαλασσινός, του πελάγους, πελαγήσιος
2. (για ζώα) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα, στο πέλαγος («τῶν δὲ θαλαττίων [ζώων] τὰ μὲν πελάγια, τὰ δὲ αἰγιαλώδη», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κοιλεντερωτών θαλάσσιων ζώων της οικογένειας τών μεδουσών
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πέλαγος, που διαπλέει ή προέρχεται από το πέλαγος (α. «ἱέραξ πελάγιος», πάπ.
β. «πλέουσιν οὖν αἱ νῆες ἀπὸ πελάγους πελάγιαι Μήλῳ προσέβαλον», Θουκ.)
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το πέλαγος, ο θαλασσινός άνεμος, ο μπάτης
3. αυτός που βρίσκεται παρά το πέλαγος, κοντά στη θάλασσα, ο παράλιος, ο παραθαλάσσιος
4. (το αρσ. και θηλ.) προσωνυμία θεοτήτων, όπως του Ποσειδώνος, της Αφροδίτης, της Ίσιδος κ.ά.
5. φρ. α) «πελαγία ἅλς» — η εκτεταμένη θάλασσα, η θάλασσα του πελάγους
β) «πελαγία γῆ» — είδος χώματος
6. (κατά τον Ησύχ.) α) «πελάγια
τὰ κρόταλα»
β) «πελαγία
ἡ ῥίνος».

Greek Monotonic

πελάγιος: -α, -ον και επίσης -ος, -ον· (πέλαγος
1. θαλάσσιος, Λατ. marinus, σε Ευρ.· λέγεται για ζώα, αυτός που ζει στη θάλασσα, στον ίδ.
2. αυτός που βρίσκεται έξω από τη θάλασσα στο ανοιχτό πέλαγος, σε Σοφ., λέγεται για σημαδούρες ή πλοία, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πελάγιος: -α, -ον, Ἀττ. καὶ ος, ον Εὐρ. Ἑλ. 1436, ἀλλὰ πρβλ. 1062· (πέλαγος)· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πέλαγος, ὁ τοῦ πελάγους, Λατ. marinus, κλύδων Ἑκ. 701· πελαγίας εἰς ἀγκάλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1062 (ἴδε ἀγκάλη)· πλὰξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1438· πελαγίαν ἅλα, τὴν ἐκτεταμένην, τὴν τοῦ πελάγους θάλασσαν (ἴδε πέλαγος, ἅλς)· - ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐν τοῖς πελάγεσι ζῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1278· τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν πελάγια τὰ δὲ αἰγιαλώδη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παράγεια, αὐτόθι 8. 19, 8· π. ἰχθύες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειοι, αὐτόθι 6. 17, 8., 13, 1. 2) ὁ ἐν τῷ πελάγει, Σοφ. Τρ. 649· ἐπὶ ναυτῶν ἢ πλοίων, π. πλεῖν Θουκ. 8.39, πρβλ. 101· π. φανῆναι αὐτόθι 44· π. ἀνάγεσθαι Ξεν. Ἑλ. 2. 1, 17. 3) ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρτεμίδωρ. 2.37, σ. 218 Reiff.· τῆς Ἴσιδος, Παυσ. 2. 4, 6· ἄλλων θεῶν, Πλούτ. 2. 161C. - Τύπος πελαγαῖος ἢ πελάγειος ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Παυσ. 7. 21, 7.

Middle Liddell

πελάγιος, η, ον πέλαγος
1. of the sea, Lat. marinus, Eur.:—of animals, living in the sea, Eur.
2. out at sea, on the open sea, Soph.; of seamen or ships, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

in the open sea, on the high seas

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)