πεισμονή: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />persuasion ; confiance.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />persuasion ; confiance.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεισμονή''': , τὸ πείθειν, καταπείθειν, [[κατάπεισις]], Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ [[ἰδιότης]] καλῳδίου, [[ἐπιμονή]], [[ἐμμονή]], Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = [[πεισματικός]], ἤ, ὅν, = [[πεισματικός]], Πονημάτ. 24. 66, 25. 28.
|elnltext=πεισμονή -ῆς, ἡ [πείθω] overreding.
}}
{{elru
|elrutext='''πεισμονή:''' ἡ [[убеждение]], [[уверенность]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πεισμονή:''' ἡ, = [[πειθώ]], [[πίστη]], [[πειθώ]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πεισμονή:''' ἡ, = [[πειθώ]], [[πίστη]], [[πειθώ]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεισμονή:''' ἡ [[убеждение]], [[уверенность]] NT.
|lstext='''πεισμονή''': ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, [[κατάπεισις]], Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ [[ἰδιότης]] καλῳδίου, [[ἐπιμονή]], [[ἐμμονή]], Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = [[πεισματικός]], ἤ, ὅν, = [[πεισματικός]], Πονημάτ. 24. 66, 25. 28.
}}
{{elnl
|elnltext=πεισμονή -ῆς, [πείθω] overreding.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισμονή Medium diacritics: πεισμονή Low diacritics: πεισμονή Capitals: ΠΕΙΣΜΟΝΗ
Transliteration A: peismonḗ Transliteration B: peismonē Transliteration C: peismoni Beta Code: peismonh/

English (LSJ)

ἡ, A persuasion, Ep.Gal.5.7, cf. PMag.Par.2.274, PLond.5.1674.36 (vi A. D.). 2 confidence, ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη π. A.D.Synt.299.17. II quality of a cable, pertinacity, Eust.28.24, 741.8, etc.

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, = πεῖσμα 3, N. T.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
persuasion ; confiance.
Étymologie: πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεισμονή -ῆς, ἡ [πείθω] overreding.

Russian (Dvoretsky)

πεισμονή:убеждение, уверенность NT.

English (Strong)

from a presumed derivative of πείθω; persuadableness, i.e. credulity: persuasion.

English (Thayer)

πεισμονης, ἡ (πείθω, which see; like πλησμονή), persuasion: in an active sense (yet cf. Lightfoot on Gal. as below) and contextually, treacherous or deceptive persuasion, Winer's Grammar, § 68,1at the end). (Found besides in Ignat. ad Romans 3,3 [ET] longer recens.; Justin Martyr, Apology 1,53at the beginning; (Irenaeus 4,33, 7); Epiphanius 30,21; Chrysostom on Apollonius Dyscolus, syntax, p. 195,10 (299,17); Eustathius on Homer, Iliad a., p. 21,46, verse 22; 99,45, verse 442; i, p. 637,5, verse 131; and Odyssey, chapter, p. 185,22, verse 285.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη
μσν.
πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.)
αρχ.
1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῦ καλοῦύντος ὑμᾱς», ΚΔ)
2. εμπιστοσύνη, πεποίθηση («ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη πεισμονή», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖσμα (Ι) + κατάλ. -μονή (πρβλ. πλῆσμα: πλησμονή, φλέγμα: φλεγμονή)].

Greek Monotonic

πεισμονή: ἡ, = πειθώ, πίστη, πειθώ, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πεισμονή: ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, κατάπεισις, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ ἰδιότης καλῳδίου, ἐπιμονή, ἐμμονή, Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = πεισματικός, ἤ, ὅν, = πεισματικός, Πονημάτ. 24. 66, 25. 28.

Middle Liddell

πεισμονή, ἡ, = πειθώ
persuasion, NTest.

Chinese

原文音譯:pesmon» 胚士摩尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:勸導
字義溯源:說服力,勸導,感化力,勸告;源自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 勸導(1) 加5:8