πιναρός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br />sale, crasseux ; τὸ πιναρόν saleté.<br />'''Étymologie:''' [[πίνος]].
|btext=ά, όν :<br />sale, crasseux ; τὸ πιναρόν saleté.<br />'''Étymologie:''' [[πίνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πῐνᾰρός''': -ά, -όν, ([[πίνος]]) [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ [[κάρα]] Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. [[πινηρός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πιναρός]]· [[ῥυπαρός]], [[εὐτελής]], [[ἐλάχιστος]]».
|elnltext=πιναρός -ά -όν [πίνος] vuil, smerig; subst. τὸ πιναρόν smerigheid.
}}
{{elru
|elrutext='''πῐνᾰρός:''' [[покрытый грязью]], [[грязный]] ([[κόμη]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πῐνᾰρός:''' -ά, -όν ([[πίνος]]), βρώμικος, [[ακάθαρτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πῐνᾰρός:''' -ά, -όν ([[πίνος]]), βρώμικος, [[ακάθαρτος]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πῐνᾰρός:''' [[покрытый грязью]], [[грязный]] ([[κόμη]] Eur.).
|lstext='''πῐνᾰρός''': -ά, -όν, ([[πίνος]]) [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ [[κάρα]] Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. [[πινηρός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πιναρός]]· [[ῥυπαρός]], [[εὐτελής]], [[ἐλάχιστος]]».
}}
{{elnl
|elnltext=πιναρός -ά -όν [πίνος] vuil, smerig; subst. τὸ πιναρόν smerigheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῐνᾰρός, ή, όν [[πίνος]]<br />[[dirty]], [[squalid]], Eur.
|mdlsjtxt=πῐνᾰρός, ή, όν [[πίνος]]<br />[[dirty]], [[squalid]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰρός Medium diacritics: πιναρός Low diacritics: πιναρός Capitals: ΠΙΝΑΡΟΣ
Transliteration A: pinarós Transliteration B: pinaros Transliteration C: pinaros Beta Code: pinaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (πίνος) dirty, squalid, Cratin.372, E.El.184 (lyr.); πιναρὸν… ἀλουτίᾳ κάρα Eup.251; of unwashed wool, Aret.CA1.1; cf. πινηρός.

German (Pape)

[Seite 616] ion. πινηρός, schmutzig; κόμη, Eur. El. 184; sp. D., πιναρὰν ὄψιν τεκταίνεσθαι, Alc. 11 (Plan. 196); auch in späterer Prosa, wie Luc. Tim. 1 Somn. 8.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sale, crasseux ; τὸ πιναρόν saleté.
Étymologie: πίνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιναρός -ά -όν [πίνος] vuil, smerig; subst. τὸ πιναρόν smerigheid.

Russian (Dvoretsky)

πῐνᾰρός: покрытый грязью, грязный (κόμη Eur.).

Greek Monolingual

και πινηρός, -ά, -όν, Α
γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ.
β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.)
γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ-αρός)].

Greek Monotonic

πῐνᾰρός: -ά, -όν (πίνος), βρώμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰρός: -ά, -όν, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ κάρα Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. πινηρός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιναρός· ῥυπαρός, εὐτελής, ἐλάχιστος».

Middle Liddell

πῐνᾰρός, ή, όν πίνος
dirty, squalid, Eur.