σκαφίς: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ίδος (ἡ) :<br />vase à traire, jatte.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαφ, creuser ; cf. [[σκάπτω]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />vase à traire, jatte.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαφ, creuser ; cf. [[σκάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκαφίς''': -ίδος, , ὡς τὸ [[σκάφιον]], ὑποκορ. τοῦ [[σκάφη]]· [[μάλιστα]] δέ, 1) [[λεκάνη]], [[ἄγγεα]] πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε, μερικοὶ καδίσκοι τοῦ ἀμέλγματος, «καρδάρια», Ὀδ. Ι. 223· μνημονεύεται δὲ καὶ μεταξὺ τῶν σκευῶν τοῦ σιτοποιοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 367· βραδύτερον, [[σκεῦος]] πρὸς πόσιν ἢ [[μέτρον]], ὡς τὸ [[κόγχη]], Ἱππ. 632. 30, κλπ., ἴδε Föes Oecon.· - [[ἀγγεῖον]] μέλιτος, Θεόκρ. 5. 69. 2) μικρὸς [[λέμβος]], «βαρκίτσα», μονόξυλον, Ἀνθ. Π. 7. 214. 3) πρβλ. [[σκάφη]] ΙΙΙ. ΙΙ. [[σκαφεῖον]], [[σκαπάνη]], [[πτύον]], [[αὐτόθι]] 6. 297, Συνέσ. 66D.
|elnltext=σκαφίς -ίδος, ἡ [σκάφη] nap, kom.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰφίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к [[σκάφη]]<br /><b class="num">1)</b> [[подойник]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[корзина]], [[плетенка]]: σ. [[γειοφόρος]] Anth. [[корзина для земли]];<br /><b class="num">3)</b> [[чаша]], [[таз]], [[миска]] Arph., Theocr.;<br /><b class="num">4)</b> [[челнок]], [[лодка]] Anth.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σκᾰφίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[σκάφη]], στον ίδ.<br /><b class="num">1.</b> [[λεκάνη]], [[κάδος]] για το [[άρμεγμα]] του γάλακτος, [[καρδάρα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] του μελιού, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μικρό [[σκάφος]], [[λέμβος]], [[σχεδία]], σε Ανθ.· [[φτυάρι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σκᾰφίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[σκάφη]], στον ίδ.<br /><b class="num">1.</b> [[λεκάνη]], [[κάδος]] για το [[άρμεγμα]] του γάλακτος, [[καρδάρα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] του μελιού, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μικρό [[σκάφος]], [[λέμβος]], [[σχεδία]], σε Ανθ.· [[φτυάρι]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκᾰφίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к [[σκάφη]]<br /><b class="num">1)</b> [[подойник]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[корзина]], [[плетенка]]: σ. [[γειοφόρος]] Anth. [[корзина для земли]];<br /><b class="num">3)</b> [[чаша]], [[таз]], [[миска]] Arph., Theocr.;<br /><b class="num">4)</b> [[челнок]], [[лодка]] Anth.
|lstext='''σκαφίς''': -ίδος, , ὡς τὸ [[σκάφιον]], ὑποκορ. τοῦ [[σκάφη]]· [[μάλιστα]] δέ, 1) [[λεκάνη]], [[ἄγγεα]] πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε, μερικοὶ καδίσκοι τοῦ ἀμέλγματος, «καρδάρια», Ὀδ. Ι. 223· μνημονεύεται δὲ καὶ μεταξὺ τῶν σκευῶν τοῦ σιτοποιοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 367· βραδύτερον, [[σκεῦος]] πρὸς πόσιν ἢ [[μέτρον]], ὡς τὸ [[κόγχη]], Ἱππ. 632. 30, κλπ., ἴδε Föes Oecon.· - [[ἀγγεῖον]] μέλιτος, Θεόκρ. 5. 69. 2) μικρὸς [[λέμβος]], «βαρκίτσα», μονόξυλον, Ἀνθ. Π. 7. 214. 3) πρβλ. [[σκάφη]] ΙΙΙ. ΙΙ. [[σκαφεῖον]], [[σκαπάνη]], [[πτύον]], [[αὐτόθι]] 6. 297, Συνέσ. 66D.
}}
{{elnl
|elnltext=σκαφίς -ίδος, ἡ [σκάφη] nap, kom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰφίς, ίδος, ἡ, [Dim. of [[σκάφη]]<br />Dim. of [[σκάφη]]: esp.<br /><b class="num">1.</b> a [[bowl]], [[milk]]-[[pail]], Od.:— a pot for [[honey]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> a [[small]] [[boat]], [[skiff]], [[canoe]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> a [[shovel]], Anth.
|mdlsjtxt=σκᾰφίς, ίδος, ἡ, [Dim. of [[σκάφη]]<br />Dim. of [[σκάφη]]: esp.<br /><b class="num">1.</b> a [[bowl]], [[milk]]-[[pail]], Od.:— a pot for [[honey]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> a [[small]] [[boat]], [[skiff]], [[canoe]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> a [[shovel]], Anth.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφίς Medium diacritics: σκαφίς Low diacritics: σκαφίς Capitals: ΣΚΑΦΙΣ
Transliteration A: skaphís Transliteration B: skaphis Transliteration C: skafis Beta Code: skafi/s

English (LSJ)

(A), ίδος, ἡ, Dim. of σκάφη; esp. I bowl, ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε = small milk pails, Od.9.223; mentioned among bakers' vessels in Ar.Fr.417; later, drinking vessel or measure, Hp.Mul.1.86, cf. Morb.2.64; pot for honey, Theoc.5.59. II spade, shovel, σ. εἰς παλαίστραν Inscr.Délos 290.76 (iii B.C.); used in dredging, Ph.Bel.98.27: ῥαπτὰς γειοφόρους σκαφίδας perhaps baskets for carrying earth, AP6.297 (Phan.).
(B), ίδος, ἡ, Dim. of σκάφος (B), boat, skiff, ib.7.214 (Arch.), Palaeph.12.

German (Pape)

[Seite 890] ίδος, ἡ, dim. von σκάφη, σκάφος; bes. – a) ein kleines Gefäß; neben γαυλοί als Melkgefäß genannt, Od. 9, 223, Milchnapf; Anaxipp. bei Ath. IV, 169 b. – b) ein kleines Schiff, Nachen. – Bei Marc. Capella c. 6 eine Art Stundenzeiger oder Sonnenuhr, deren Zeiger den Schatten in ein beckenartig vertieftes Gefäß warf. – Auch = πτύον, Wurfschaufel. – Bei Phani. 4 (VI, 297) σκαφίδας ῥαπτὰς γειοφόρους.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vase à traire, jatte.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser ; cf. σκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαφίς -ίδος, ἡ [σκάφη] nap, kom.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰφίς: ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к σκάφη
1) подойник Hom.;
2) корзина, плетенка: σ. γειοφόρος Anth. корзина для земли;
3) чаша, таз, миска Arph., Theocr.;
4) челнок, лодка Anth.

English (Autenrieth)

ίδος (σκάπτω): bowl, pl., Od. 9.223†.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μικρή σκάφη, σκαφίδι
2. μικρό πλοίο, βαρκάκι
3. μικρό σκεύος, λεκάνη ή κάδος
4. μικρό δοχείο που μνημονευόταν μεταξύ τών σκευών του σιτοποιού, του μυλωνά
5. σκεύος για ποτό ή για μέτρημα
6. είδος μαγειρικού σκεύους
7. αγγείο για μέλι
8. πιθ. καλάθι για τη μεταφορά χώματος
9. σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος. Ο τ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. σκάφη και της λ. σκάφος.

Greek Monotonic

σκᾰφίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σκάφη, στον ίδ.
1. λεκάνη, κάδος για το άρμεγμα του γάλακτος, καρδάρα, σε Ομήρ. Οδ.· δοχείο για τη φύλαξη του μελιού, σε Θεόκρ.
2. μικρό σκάφος, λέμβος, σχεδία, σε Ανθ.· φτυάρι, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σκαφίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ σκάφιον, ὑποκορ. τοῦ σκάφη· μάλιστα δέ, 1) λεκάνη, ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε, μερικοὶ καδίσκοι τοῦ ἀμέλγματος, «καρδάρια», Ὀδ. Ι. 223· μνημονεύεται δὲ καὶ μεταξὺ τῶν σκευῶν τοῦ σιτοποιοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 367· βραδύτερον, σκεῦος πρὸς πόσιν ἢ μέτρον, ὡς τὸ κόγχη, Ἱππ. 632. 30, κλπ., ἴδε Föes Oecon.· - ἀγγεῖον μέλιτος, Θεόκρ. 5. 69. 2) μικρὸς λέμβος, «βαρκίτσα», μονόξυλον, Ἀνθ. Π. 7. 214. 3) πρβλ. σκάφη ΙΙΙ. ΙΙ. σκαφεῖον, σκαπάνη, πτύον, αὐτόθι 6. 297, Συνέσ. 66D.

Middle Liddell

σκᾰφίς, ίδος, ἡ, [Dim. of σκάφη
Dim. of σκάφη: esp.
1. a bowl, milk-pail, Od.:— a pot for honey, Theocr.
2. a small boat, skiff, canoe, Anth.
II. a shovel, Anth.