σεληναῖος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui concerne la lune;<br /><b>2</b> éclairé par la lune.<br />'''Étymologie:''' [[σελήνη]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui concerne la lune;<br /><b>2</b> éclairé par la lune.<br />'''Étymologie:''' [[σελήνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σεληναῖος -α -ον [σελήνη] van de maan:. σεληναίης διὰ νυκτός in een maanverlichte nacht Hdt. 1.62.4. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σεληναῖος:''' [[лунный]] ([[νύξ]] Her.; [[αὐγή]] Anth.; [[δαίμων]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σεληναῖος:''' -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το [[φεγγάρι]]· [[σεληναία]] [[νύξ]], [[νύχτα]] φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ. | |lsmtext='''σεληναῖος:''' -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το [[φεγγάρι]]· [[σεληναία]] [[νύξ]], [[νύχτα]] φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σεληναῖος''': -α, -ον, ὁ ὑπὸ τῆς σελήνης φωτιζόμενος, σεληνόφωτος, σ. νύξ, ἔχουσα τὴν σελήνην φωτίζουσαν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σελήνην, [[αἴγλη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 167· ακτίς, αὐγὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 27, κτ.· τοῦ σεληναίου [μεγέθους] Διογ. Λ. 1. 24. 2) ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τῆς σελήνης ἢ τῆς ἡμισελήνου, ἴδε σελίνιος· τὸ σεληναῖον, [[πέταλον]] ἵππου, Λέων Τακτ. 5. 4. 3) σ. [[πάθος]], = [[σεληνιασμός]], Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σεληναῖος]], η, ον<br />lighted by the [[moon]], ς. νύξ a [[moonlight]] [[night]], Orac. ap. Hdt., Anth. [from [[σελήνη]] | |mdlsjtxt=[[σεληναῖος]], η, ον<br />lighted by the [[moon]], ς. νύξ a [[moonlight]] [[night]], Orac. ap. Hdt., Anth. [from [[σελήνη]] | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, lighted by the moon, σ. νύξ a moonlight night, Orac. ap. Hdt.1.62; of the moon, αἴγλη A.R.4.167; τοῦ σεληναίου [κύκλου] D.L.1.24 (v. Diels Vorsokr. i p.1).
German (Pape)
[Seite 870] 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; δαίμων, Luc. Icarom. 13; – σ. πάθος, = σεληνιασμός.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui concerne la lune;
2 éclairé par la lune.
Étymologie: σελήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεληναῖος -α -ον [σελήνη] van de maan:. σεληναίης διὰ νυκτός in een maanverlichte nacht Hdt. 1.62.4.
Russian (Dvoretsky)
σεληναῖος: лунный (νύξ Her.; αὐγή Anth.; δαίμων Luc.).
Greek Monolingual
-α, -ο / σεληναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῖος, -αία, -ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.)
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης ή της ημισελήνου
2. το ουδ. ως ουσ. το σεληναίο(ν)
το πέταλο του αλόγου
νεοελλ.-αρχ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σεληναίος, η Σεληναία
φανταστικός κάτοικος της σελήνης
2. φρ. «σεληναίο(ν) πάθος» — ο σεληνιασμός, η επιληψία
αρχ.
αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, ο φεγγαρόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].
Greek Monotonic
σεληναῖος: -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το φεγγάρι· σεληναία νύξ, νύχτα φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σεληναῖος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ τῆς σελήνης φωτιζόμενος, σεληνόφωτος, σ. νύξ, ἔχουσα τὴν σελήνην φωτίζουσαν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σελήνην, αἴγλη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 167· ακτίς, αὐγὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 27, κτ.· τοῦ σεληναίου [μεγέθους] Διογ. Λ. 1. 24. 2) ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς σελήνης ἢ τῆς ἡμισελήνου, ἴδε σελίνιος· τὸ σεληναῖον, πέταλον ἵππου, Λέων Τακτ. 5. 4. 3) σ. πάθος, = σεληνιασμός, Ἐκκλ.
Middle Liddell
σεληναῖος, η, ον
lighted by the moon, ς. νύξ a moonlight night, Orac. ap. Hdt., Anth. [from σελήνη