περιηγής: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se développe autour, qui entoure;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> rond, circulaire (anneau, lac, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[περιαγής]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se développe autour, qui entoure;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> rond, circulaire (anneau, lac, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[περιαγής]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιηγής -ές [περιάγω] rondom aanwezig zijnd.
}}
{{elru
|elrutext='''περιηγής:''' досл. закругленный, замкнутый, перен. совершенный, законченный Emped.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιηγής:''' -ές, = [[περιαγής]] II· λέγεται για τα χέρια, δεμένος από [[πίσω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''περιηγής:''' -ές, = [[περιαγής]] II· λέγεται για τα χέρια, δεμένος από [[πίσω]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=περιηγής -ές [περιάγω] rondom aanwezig zijnd.
}}
{{elru
|elrutext='''περιηγής:''' досл. закругленный, замкнутый, перен. совершенный, законченный Emped.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-ηγής, ές [[περιηγέομαι]]<br />= [[περιαγής]] II: of the [[arms]], tied [[behind]] one, Anth.
|mdlsjtxt=περι-ηγής, ές [[περιηγέομαι]]<br />= [[περιαγής]] II: of the [[arms]], tied [[behind]] one, Anth.
}}
}}

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιηγής Medium diacritics: περιηγής Low diacritics: περιηγής Capitals: ΠΕΡΙΗΓΗΣ
Transliteration A: periēgḗs Transliteration B: periēgēs Transliteration C: periigis Beta Code: perihgh/s

English (LSJ)

ές, A lying in a circle, of the Cyclades lying round Delos, Call.Del.198; κωμῆται π. round about, neighbouring, Id.Fr.66b. 2 of the arms, tied behind one, APl.4.195 (Satyr.). 3 circular, κρίκοι Hp.Anat.1; λίμνη Call.Ap.59; ἀκτή, ἁψῖδες, A.R.1.559, 3.138; τόξον D.P.157; ζῶναι v.l. in Eratosth. Fr.16.3. 4 surrounding, μονίῃ π. γαίων circumambient solitude, Emp.27. 5 revolving, 'Ελίκη Q.S.2.105.

German (Pape)

[Seite 576] ές, wie περιφερής, im Kreise herumgeführt, zugerundet, rund, convex (vgl. περιαγής); Empedocl. 24, ex emend. Salmas.; τόξον, D. Per. 157; χεῖρες, Satyr. 4 (Plan. 195).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se développe autour, qui entoure;
2 en gén. rond, circulaire (anneau, lac, etc.).
Étymologie: ion. c. περιαγής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιηγής -ές [περιάγω] rondom aanwezig zijnd.

Russian (Dvoretsky)

περιηγής: досл. закругленный, замкнутый, перен. совершенный, законченный Emped.

Greek (Liddell-Scott)

περιηγής: -ές, (περιάγω, -ηγέομαι) ὡς τὸ περιφερής, ὁ κείμενος ὡς ἐν κύκλῳ, κυκλοτερῶς, ἐπὶ τῶν Κυκλάδων κειμένων πέριξ τῆς Δήλου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 198· πρβλ. τροχοειδής· ― ἐπὶ τῶν χειρῶν, εἰς τὰ ὀπίσω περιεστραμμένος, Ἀνθ. Πλαν. 195. 2) καθόλου, στρογγύλος, κυκλοτερής, κρίκος Ἱππ. 915· λίμνη Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 59· ἀκτή, ἁψὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 559, Γ. 138· τόξον Διον. Π. 157· ἴδε περιειλάς. 3) ἡ ἔννοια εἶναι ἀμφίβ. ἐν Ἐμπεδ. 168, μονίῃ περιηγέϊ γαίων ― ἢ: = ἐπὶ τῇ περιστρεφομένῃ ἀϊδιότητι (δηλ. ἐπὶ τῇ αἰωνίᾳ περιστροφῇ) ἢ ἐπὶ τελείᾳ ἀναπαύσει. ― Πρβλ. περιᾱγής.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που βρίσκεται γύρω γύρω («Κυκλάδας περιηγέας» — τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.)
2. κυκλικός, στρογγυλός, καμπύλος (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ.
β. «περιηγεῑς ἁψῑδες», Απολλ. Ρόδ.
γ. «περιηγὲς τόξον», Διον. Περ.)
3. εκείνος που περιβάλλει κάτι, που απλώνεται γύρω από κάτι («μονίῃ περιηγέϊ χαίρων» — ευχαριστημένος με την ερημιά που απλωνόταν γύρω του)
4. αυτός που ακολουθεί κυκλοτερή κίνηση («περιηγὴς Ἑλίκη», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ηγής (< ἡγοῦμαι)].

Greek Monotonic

περιηγής: -ές, = περιαγής II· λέγεται για τα χέρια, δεμένος από πίσω, σε Ανθ.

Middle Liddell

περι-ηγής, ές περιηγέομαι
= περιαγής II: of the arms, tied behind one, Anth.