Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλίχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐγλιχόμην <i>et ao.</i> ἐγλιξάμην;<br /><i>litt.</i> se coller à ; s'attacher à;<br /><i>fig.</i> souhaiter vivement, désirer fortement : τινός, [[περί]] τινος, [[τι]] qch.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[γλοιός]].
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐγλιχόμην <i>et ao.</i> ἐγλιξάμην;<br /><i>litt.</i> se coller à ; s'attacher à;<br /><i>fig.</i> souhaiter vivement, désirer fortement : τινός, [[περί]] τινος, [[τι]] qch.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[γλοιός]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλίχομαι]] [~ [[γλίσχρος]] ?] alleen praes. en imperf., alleen proza<br /><b class="num">1.</b> zich vastklampen aan iets, met gen.: γλιχομένοισι τῆς ἐλευθερίης vasthoudend aan hun vrijheid Hdt. 2.102.<br /><b class="num">2.</b> hevig verlangen, streven naar iets: met gen.:; γ. Αἰγύπτου Egypte proberen te bereiken Hdt. 4.152.2; ook met acc.:; Plat. Hipparch. 226e; met inf.:; γ. [[εἰδέναι]] verlangen te weten Plat. Grg. 489d; met ὡς en indic. fut.: ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι u streeft ernaar het bevel te voeren Hdt. 7.161.1.
}}
{{elru
|elrutext='''γλίχομαι:''' (ῐ) (только praes. и impf.) досл. липнуть, перен. льнуть, цепляться, жадно стремиться (τινος Her., Plat., Arst., Dem., Plut., περί τινος Her., Arst. и τι Plat.): τὰ χίλια τάλαντα, ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Thuc. 1000 талантов, к которым они горячо желали не прикасаться.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλίχομαι:''' [ῐ], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[επιμένω]] σε [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να απολαύσω [[κάτι]], [[ποθώ]], [[επιθυμώ]] σφοδρά ένα [[πράγμα]]· με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</i>, αγωνίσου πώς θα γίνεις [[στρατηγός]], σε Ηρόδ.· με απαρ., είμαι [[πρόθυμος]] να πράξω [[κάτι]], σε Πλάτ. Δημ.
|lsmtext='''γλίχομαι:''' [ῐ], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[επιμένω]] σε [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να απολαύσω [[κάτι]], [[ποθώ]], [[επιθυμώ]] σφοδρά ένα [[πράγμα]]· με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</i>, αγωνίσου πώς θα γίνεις [[στρατηγός]], σε Ηρόδ.· με απαρ., είμαι [[πρόθυμος]] να πράξω [[κάτι]], σε Πλάτ. Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλίχομαι:''' (ῐ) (только praes. и impf.) досл. липнуть, перен. льнуть, цепляться, жадно стремиться (τινος Her., Plat., Arst., Dem., Plut., περί τινος Her., Arst. и τι Plat.): τὰ χίλια τάλαντα, ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Thuc. 1000 талантов, к которым они горячо желали не прикасаться.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br />to cling to, [[strive]] [[after]], [[long]] for, a [[thing]], c. gen., Hdt., Plat.; ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι art [[anxious]] how to [[become]] [[general]], Hdt.:—c. inf. to be [[eager]] to do, Plat., Dem.
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br />to cling to, [[strive]] [[after]], [[long]] for, a [[thing]], c. gen., Hdt., Plat.; ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι art [[anxious]] how to [[become]] [[general]], Hdt.:—c. inf. to be [[eager]] to do, Plat., Dem.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλίχομαι]] [~ [[γλίσχρος]] ?] alleen praes. en imperf., alleen proza<br /><b class="num">1.</b> zich vastklampen aan iets, met gen.: γλιχομένοισι τῆς ἐλευθερίης vasthoudend aan hun vrijheid Hdt. 2.102.<br /><b class="num">2.</b> hevig verlangen, streven naar iets: met gen.:; γ. Αἰγύπτου Egypte proberen te bereiken Hdt. 4.152.2; ook met acc.:; Plat. Hipparch. 226e; met inf.:; γ. [[εἰδέναι]] verlangen te weten Plat. Grg. 489d; met ὡς en indic. fut.: ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι u streeft ernaar het bevel te voeren Hdt. 7.161.1.
}}
}}

Revision as of 10:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλίχομαι Medium diacritics: γλίχομαι Low diacritics: γλίχομαι Capitals: ΓΛΙΧΟΜΑΙ
Transliteration A: glíchomai Transliteration B: glichomai Transliteration C: glichomai Beta Code: gli/xomai

English (LSJ)

only pres. and impf., exc. aor. 1 ἐγλιξάμην Pl.Com. 241:—cling to, strive after, long for, τινός Hdt.3.72; Αἰγύπτου Id.4.152 (but γ. περὶ ἐλευθερίης Id.1.102 (s.v.l.)); ταῦτ' ἦν ὦν μάλιστ' ἐγλίχετο D.5.22; γ. τοῦ ζῆν Pl.Phd.117a, Charond. ap. Stob.4.2.24; κράτους Thphr.Char.26.1: c. acc., Hp.Ep.17 (dub.), Pl.Hipparch. 226e: followed by a relat. clause, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Alex.141.7; ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι how thou shalt become general, Hdt.7.161: c. inf., ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Th.8.15; εἰδέναι Pl.Grg. 489d; λέγειν D.6.11; ἀποστερῆσαι Id.18.207; ζῆν Antiph.86.3; θιγεῖν Phld.D.3.1.—Not in Ep. or Trag. (γλῐ-: γλίχων [ῑ] is f.l. for γλήχων in Hdn. Gr.1.37.)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [sólo tema de pres. excepto aor. ἐγλιξάμην Pl.Com.268]
1 desear ardientemente, anhelar, ansiar c. gen. γλιχόμενοι Αἰγύπτου anhelando (llegar a) Egipto Hdt.4.152, ἐν νήσοισιν ἐόντες ἠπείρων γλίχονται Hp.Ep.17.5, ἐλευθερίης Hdt.8.143, cf. 2.102, 3.72, D.5.22, τούτων τῶν κακῶν Ar.Fr.104, τοῦ ζῆν Pl.Phd.117a, Charond.62, ἰσχύος καὶ κέρδους Thphr.Char.26.1, τᾶς σωφροσύνας Pythag.Ep.3.2, cf. AP 9.334 (Pers.), Plu.2.1b, 47c, εἰρήνης Polyaen.2.1.1, Luc.Herod.1, τοῦ καρποῦ Aen.Tact.7.1, cf. Longus 3.8.1
c. ac. σμικρὰ καὶ ὀλίγου ἄξια ... γλίχονται ὑπερφυῶς Pl.Hipparch.226e
c. inf. τά τε χίλια τάλαντα, ὧν ... ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Th.8.15, εἰδέναι Pl.Grg.489d, λέγειν D.6.11, ζῆν Antiph.86.3, θιγεῖν καὶ συνεῖναι Phld.D.3.1.16, cf. D.18.207, Plu.2.84d
c. or. final ὡς δὲ στρατηγήσεις αὐτῆς, γλίχεαι tú aspiras a gobernarla Hdt.7.161, γλιχόμεθα μὲν τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Alex.145.7, cf. Pl.Com.l.c.
2 quedarse pegado c. περί y gen., de donde fig. fluctuar, vacilar περὶ τῆς πέμπτης Arist.Sens.437a21.
• Etimología: v. γλοιός.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἐγλιχόμην et ao. ἐγλιξάμην;
litt. se coller à ; s'attacher à;
fig. souhaiter vivement, désirer fortement : τινός, περί τινος, τι qch.
Étymologie: apparenté à γλοιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλίχομαι [~ γλίσχρος ?] alleen praes. en imperf., alleen proza
1. zich vastklampen aan iets, met gen.: γλιχομένοισι τῆς ἐλευθερίης vasthoudend aan hun vrijheid Hdt. 2.102.
2. hevig verlangen, streven naar iets: met gen.:; γ. Αἰγύπτου Egypte proberen te bereiken Hdt. 4.152.2; ook met acc.:; Plat. Hipparch. 226e; met inf.:; γ. εἰδέναι verlangen te weten Plat. Grg. 489d; met ὡς en indic. fut.: ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι u streeft ernaar het bevel te voeren Hdt. 7.161.1.

Russian (Dvoretsky)

γλίχομαι: (ῐ) (только praes. и impf.) досл. липнуть, перен. льнуть, цепляться, жадно стремиться (τινος Her., Plat., Arst., Dem., Plut., περί τινος Her., Arst. и τι Plat.): τὰ χίλια τάλαντα, ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Thuc. 1000 талантов, к которым они горячо желали не прикасаться.

Greek (Liddell-Scott)

γλίχομαι: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. πλὴν τοῦ ἀορ. α΄ ἐγλιξάμην Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 70· (ἴδε ἐν λ. γλίσχρος, λισσός). Ἐπιμένω εἴς τι, ἀγωνίζομαι διά τι, προσπαθῶ ν’ ἀπολαύσω τι, ποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ, μ. γεν. πράγμ., ἐλευθερίης Ἡρόδ. 3. 72. . 4. 152 (ἀλλά, γλ. περὶ ἐλευθερίης ὁ αὐτ. 2. 102)· ταῦτ’ ἦν ὧν μάλιστ’ ἐγλίχετο Δημ. 62. 26· γλ. τοῦ ζῆν Πλάτ. Φαίδ. 117Α· -ὡσαύτως μ. αἰτ., Ἱππ. Ἐπ. 1282. 37, Πλάτ. Ἱππαρχ. 226D· - καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Ἄλεξ. Μανδρ. 1. 7· ὡς στρατηγήσεις, γλίχεται, πῶς θὰ γείνῃς στρατηγός, Ἡρόδ. 7. 161·- μ. ἀπαρ., ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Θουκ. 8. 15· εἰδέναι Πλάτ. Γοργ. 489D· λέγειν Δημ. 68. 18· ἀποστερεῖσθαι ὁ αὐτ. 297. 4· ζῆν Ἀντιφ. Διπλ. 2. Δὲν ἀπαντᾷ δὲ οὔτε παρὰ τοῖς Ἐπ. οὔτε παρὰ τοῖς Τραγ. ποιηταῖς. [γλῐ· διότι τὸ γλίχων μὲ ῑ (ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. 16, κτλ.) ἢ εἶνε σφάλμα ἀντὶ τοῦ γλήχων ἢ κύριον ὄνομα· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. γλήχων].

Greek Monolingual

γλίχομαι (AM)
επιθυμώ πολύ
αρχ.
1. επιμένω σε κάτι
2. μοχθώ, πασχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < gli- (με παρέκταση σε -χ-) μηδενισμένη βαθμίδα του glei «κολλώ, αλείφω», που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα gel- «συμπυκνούμαι»].

Greek Monotonic

γλίχομαι: [ῐ], μόνο στον ενεστ. και παρατ., επιμένω σε κάτι, αγωνίζομαι για κάτι, προσπαθώ να απολαύσω κάτι, ποθώ, επιθυμώ σφοδρά ένα πράγμα· με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.· ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι, αγωνίσου πώς θα γίνεις στρατηγός, σε Ηρόδ.· με απαρ., είμαι πρόθυμος να πράξω κάτι, σε Πλάτ. Δημ.

Middle Liddell

only in pres. and imperf.]
to cling to, strive after, long for, a thing, c. gen., Hdt., Plat.; ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι art anxious how to become general, Hdt.:—c. inf. to be eager to do, Plat., Dem.