κατάξηρος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sec, entièrement desséché.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξηρός]].
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sec, entièrement desséché.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξηρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-ξηρος -ον droog.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάξηρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высохший]], [[пересохший]] (ἡ [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[изнуренный]], [[изнемогший]] (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κατάξερος]], -η, -ο (AM [[κατάξηρος]], -ον)<br />εντελώς [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μόνος]], [[χωρίς]] συγγενείς και φίλους, [[ολομόναχος]] («[[τώρα]] που έφυγαν τα [[παιδιά]] του έμεινε [[κατάξερος]] [[μέσα]] στο έρημο [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ναρκωμένος, [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σφρίγος]] («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν [[κατάξηρος]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει [[επιθυμία]] ή ζήλο για [[κάτι]] («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάξερα</i> (Α [[καταξήρως]])<br />εντελώς [[ξερά]], εντελώς [[στεγνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ [[καταξήρως]] προσέχοντες», Ιππόλ.).
|mltxt=και [[κατάξερος]], -η, -ο (AM [[κατάξηρος]], -ον)<br />εντελώς [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μόνος]], [[χωρίς]] συγγενείς και φίλους, [[ολομόναχος]] («[[τώρα]] που έφυγαν τα [[παιδιά]] του έμεινε [[κατάξερος]] [[μέσα]] στο έρημο [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ναρκωμένος, [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σφρίγος]] («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν [[κατάξηρος]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει [[επιθυμία]] ή ζήλο για [[κάτι]] («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάξερα</i> (Α [[καταξήρως]])<br />εντελώς [[ξερά]], εντελώς [[στεγνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ [[καταξήρως]] προσέχοντες», Ιππόλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κατάξηρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высохший]], [[пересохший]] (ἡ [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[изнуренный]], [[изнемогший]] (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-ξηρος -ον droog.
}}
}}

Revision as of 11:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάξηρος Medium diacritics: κατάξηρος Low diacritics: κατάξηρος Capitals: ΚΑΤΑΞΗΡΟΣ
Transliteration A: katáxēros Transliteration B: kataxēros Transliteration C: kataksiros Beta Code: kata/chros

English (LSJ)

ον, very dry, parched, γλῶσσαι Hp.Prorrh.1.3, cf. Arist.de An.422b5, Thphr.CP6.18.3, etc.; τὸ κ. τῆς βώλου Alciphr.3.35: metaph., ψυχὴ κ. LXXNu.11.6; τὸ κ. τῆς ἐπιθυμίας Alciphr.1.22; of persons, κ. γινομένους πρός τι ἀπαγορεύειν stale, Plu.2.8c. Adv. -ρως, πυρέσσειν Antyll. ap. Orib.9.23.6.

German (Pape)

[Seite 1367] sehr trocken, dürr, Arist. de anim. 2, 10 u. Sp., auch übertr., τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας Alciphr. 1, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sec, entièrement desséché.
Étymologie: κατά, ξηρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-ξηρος -ον droog.

Russian (Dvoretsky)

κατάξηρος:
1) высохший, пересохший (ἡ γλῶττα Arst.);
2) изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάξηρος: -ον, λίαν ξηρός, κατεξηραμμένος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3, κλ.· τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας, ἡ διάπυρος, ἡ φλεγμαίνουσα, Ἀλκίφρων 1. 22., 3. 35.

Greek Monolingual

και κατάξερος, -η, -ο (AM κατάξηρος, -ον)
εντελώς ξηρός
νεοελλ.
μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχοςτώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι»)
αρχ.
1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν κατάξηρος», ΠΔ)
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει επιθυμία ή ζήλο για κάτι («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», Πλούτ.)
επίρρ...
κατάξερακαταξήρως)
εντελώς ξερά, εντελώς στεγνά
αρχ.
μτφ. με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ καταξήρως προσέχοντες», Ιππόλ.).