λάλος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />babillard, bavard;<br /><i>Cp.</i> [[λαλίστερος]], <i>Sp.</i> [[λαλίστατος]].<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[λάσκω]]. | |btext=ος, ον :<br />babillard, bavard;<br /><i>Cp.</i> [[λαλίστερος]], <i>Sp.</i> [[λαλίστατος]].<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[λάσκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λάλος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[говорливый]], [[словоохотливый]], [[болтливый]] (Ἀθηναῖοι Plat.; [[γῆρας]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[стрекочущий]], [[неумолкающий]] ([[τέττιξ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[вечно щебечущий]] (ὄρνιθες Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[одаряющий поэтической речью]], [[вдохновляющий]] (Φοίβου [[ὕδωρ]] Anacr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λάλος:''' [ᾰ], -ον, [[φλύαρος]], [[ομιλητικός]], [[πολυλογάς]], σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· μεταφ., <i>λάλοι πτέρυγες</i>, σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ., [[λαλίστερος]], σε Αριστοφ.· υπερθ. [[λαλίστατος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''λάλος:''' [ᾰ], -ον, [[φλύαρος]], [[ομιλητικός]], [[πολυλογάς]], σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· μεταφ., <i>λάλοι πτέρυγες</i>, σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ., [[λαλίστερος]], σε Αριστοφ.· υπερθ. [[λαλίστατος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A talkative, babbling, loquacious, E.Supp.462, Ar.Pax 653, Pl.Grg.515e, Theoc.5.75; λάλος τρόπις, of Argo, Orph.A.709; λάλον γῆρας AP7.417.10 (Mel.); of women, dub. in Arist.Pol.1277b23; of birds, Id.HA536a24 (Comp.): metaph., λάλοι πτέρυγες AP7.195 (Mel.); λάλος κερκίς AJA17.162 (Cyrene); of the swallow, Arr.An.1.25.8; λάλον ὕδωρ Anacreont.11.7; τὸ λάλον, = λαλιά, Philostr.Im.1.5; of style, ἡ ἰδέα τοῦ λόγου λάλος μᾶλλον ἢ ἐναγώνιος Id.VS2.30: irreg. Comp. λαλίστερος Ar.Ra.91, Alex.92, Men.416, Arist.HA l.c.: Sup. λαλίστατος E.Cyc.315, Men.164.
German (Pape)
[Seite 10] ον, geschwätzig, plauderhaft; Eur. Suppl. 462; Ar. Ach. 716 Thesm. 393; sp. D., γῆρας Mel. 127 (VII, 417); auch τέττιξ, Bian. 3 (IX, 273); u. in Prosa, Plat. Gorg. 515 e; Arist. polit. 3, 4; Sp., übh. = sprechend, ἐγὼ γὰρ λάλος οὐκ ἀνδριὰς (stumm wie eine Bildsäule) εἶναι βούλομαι Luc. Vit. auct. 3; – τὸ λάλον, die Geschwätzigkeit, Philostr. – Auch act., λάλον Φοίβου ὕδωρ, das beredt macht, Anacr. 11, 7; vgl. Schol. Eur. Phoen. 222. – Dazu gehört der unregelmäßige compar. λαλίστερος, Ar. Ran. 91, Alexis Ath. IV, 133 c; superl. λαλίστατος, Eur. Cycl. 315; sprichwörtlich λαλίστερος τρυγόνος, Menand. bei Zenob. 6, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
babillard, bavard;
Cp. λαλίστερος, Sp. λαλίστατος.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. λάσκω.
Russian (Dvoretsky)
λάλος: (ᾰ)
1) говорливый, словоохотливый, болтливый (Ἀθηναῖοι Plat.; γῆρας Anth.);
2) стрекочущий, неумолкающий (τέττιξ Anth.);
3) вечно щебечущий (ὄρνιθες Arst.);
4) одаряющий поэтической речью, вдохновляющий (Φοίβου ὕδωρ Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
λάλος: [ᾰ], -ον, ἀδόλεσχος, πολυλόγος, φλύαρος, Ἐπίχ. 139 Ahr., Εὐρ. Ἱκέτ. 462, Ἀριστοφ. Εἰρ. 653, Πλάτ. Γοργ. 515Ε· λ. γῆρας Ἀνθ. Π. 7. 417· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 5. 75, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, τέλ.· ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 14· - μεταφ., λάλοι πτέρυγες Ἀνθ. Π. 7. 195· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Ἀρρ. Ἀν. 1. 25, 8· ὕδωρ Ἀνακρεόντ. 11. 7· - τὸ λ., = λαλιά, Φιλόστρ. 799. - Ἀνώμαλ. συγκρ. λαλίστερος Ἀριστοφ. Βάτρ. 91, Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 13· ὑπερθ. λαλίστατος Εὐρ. Κύκλ. 315, Μένανδρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1.
Greek Monolingual
-ο (AM λάλος, -ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, -ά, -όν και λαλόεις, -εσσα, -εν)
1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.)
2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο ανάβρυσμα κρατεί του βράχου η νερομάννα», Γρυπ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λάλος
ο θόρυβος από συγκεχυμένες φωνές, η βοή, η οχλοβοή
αρχ.
1. αυτός που λαλεί, που ομιλεί («ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι», Λουκιαν.)
2. συνεκδ. αυτός που κάνει ομιλητικούς τους ανθρώπους («λάλον Φοίβου ὕδωρ», Ανακρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λάλον
α) φωνή, λαλιά, ομιλία
β) ύφος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός του λαλῶ. Οι τ. λαλιός και λαλόεις είναι ποιητικοί και προήλθαν με μεταπλασμό < λάλος.
Greek Monotonic
λάλος: [ᾰ], -ον, φλύαρος, ομιλητικός, πολυλογάς, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· μεταφ., λάλοι πτέρυγες, σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ., λαλίστερος, σε Αριστοφ.· υπερθ. λαλίστατος, σε Ευρ.
Middle Liddell
λᾰ́λος, ον
talkative, babbling, loquacious, Eur., Plat., etc.:—metaph., λάλοι πτέρυγες Anth.:—irr. comp. λαλίστερος Ar.: Sup. λαλίστατος Eur.
English (Woodhouse)
chattering, talkative, talking, person who gossips
Translations
talkative
Arabic: ثَرْثَار; Armenian: խոսուն, լեզվանի; Aromanian: limbutsescu, limbar; Azerbaijani: söhbətcil; Belarusian: гаварлі́вы, гаваркі́, размоўны; Bulgarian: приказлив, словоохотлив, разговорлив; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴; Czech: upovídaný, povídavý; Danish: snaksom,snaksaglig; Dutch: spraakzaam, praatgraag, babbelziek; English: chatty, gabby, loquacious, outgoing, talksome, outspoken; Esperanto: parolema; Finnish: puhelias, suulas, suupaltti; French: bavard, loquace; Galician: falador, paroleiro, faladeiro; German: gesprächig, redselig; Greek: φλύαρος, ομιλητικός, λαλίστατος; Ancient Greek: λάλος; Hebrew: דברן, פטפטן, פטפטני; Hungarian: beszédes, bőbeszédű; Icelandic: málglaður, skrafhreifinn; Ido: babilema; Indonesian: banyak omong; Irish: béalráiteach; Italian: loquace, chiacchierino, garrulo; Japanese: おしゃべり好きな; Javanese: cangkeman; Kapampangan: malabit; Korean: 수다스럽다; Kurdish Central Kurdish: زمان پاراو; Latin: loquax, garrulus, multiloquus; Latvian: runīgs, valodīgs, mutīgs, pļāpīgs; Luxembourgish: gespréicheg; Macedonian: разговорлив; Malayalam: വാചാലം; Maori: kōtetetete, matakuikui, hautete, whakapūkahu; Norwegian Bokmål: pratsom; Nynorsk: pratsam; Polish: gadatliwy, rozmowny; Portuguese: falador, falante, conversador, tagarela; Romanian: vorbăreț, flecar, limbut, guraliv, gureș; Russian: разговорчивый, словоохотливый, болтливый, беседливый, говорливый, гаваркі; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљав, прѝчљив, гово̀рљив; Roman: bȑbljav, prìčljiv, govòrljiv; Slovak: ukecaný, utáraný, zhovorčivý; Slovene: zgovoren, klepetav; Spanish: hablador, conversador; Swedish: pratglad, pratsam; Tatar: сүзчән; Turkish: konuşkan, şapır; Ukrainian: балакучий, говіркий, балакливий, говірливий, розмовний; Volapük: spikotälik; Welsh: siaradus, chwedleugar
loquacious
Aromanian: limbutsescu, limbar, zburyearcu, lafãzan; Bulgarian: бъбрив; Catalan: loquaç; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴, 多嘴; Czech: povídavý; Dutch: praatziek, praatgraag; Finnish: puhelias, suulas; French: loquace; German: gesprächig, redselig, geschwätzig, schwatzhaft; Greek: ομιλητικός; Ancient Greek: λάλος, πολύλογος, τανύγλωσσος; Irish: teangach, béalach; Italian: loquace; Japanese: 多弁な; Latin: loquax, garrulus; Macedonian: зборлив, благоглаголив; Maori: tātākī, pukukōrero, kōtetetete; Mongolian: ам задгай; Norwegian: plaprende; Polish: gadatliwy; Portuguese: loquaz; Romanian: vorbăreț, limbut, flecar, gureș, guraliv; Russian: словоохотливый, разговорчивый, говорливый, болтливый; Scottish Gaelic: beulach, bruithneach, labhairteach, gobach. cabach; Serbo-Croatian Cyrillic: причљив; Roman: pričljiv; Spanish: locuaz; Swedish: pratsam; Turkish: konuşgan, geveze; Volapük: spikotälik, spikodiälik