οἰκονομέω: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> diriger une maison, administrer les affaires d'une maison;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> diriger, gouverner, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οἰκονομέομαι]], [[οἰκονομοῦμαι]] manier, travailler (la matière) acc..<br />'''Étymologie:''' [[οἰκονόμος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> diriger une maison, administrer les affaires d'une maison;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> diriger, gouverner, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οἰκονομέομαι]], [[οἰκονομοῦμαι]] manier, travailler (la matière) acc..<br />'''Étymologie:''' [[οἰκονόμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκονομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заведовать]], [[управлять]] (τὴν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.): τὰ οἰκονομούμενα Polyb. управление;<br /><b class="num">2)</b> полит. [[править]], [[руководить]] ([[πολιτεία]] [[ὑπό]] τινος οἰκονομουμένη Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о художнике), [[обрабатывать]] (τὴν ὕλην Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰκονόμος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχειρίζομαι]] σαν [[επιστάτης]], [[διοικώ]], [[διευθετώ]], [[ρυθμίζω]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για ποιητή, [[πραγματεύομαι]], [[χειρίζομαι]] ένα [[θέμα]], σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[επιστάτης]], [[οικονόμος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''οἰκονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰκονόμος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχειρίζομαι]] σαν [[επιστάτης]], [[διοικώ]], [[διευθετώ]], [[ρυθμίζω]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για ποιητή, [[πραγματεύομαι]], [[χειρίζομαι]] ένα [[θέμα]], σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[επιστάτης]], [[οικονόμος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκονομέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заведовать]], [[управлять]] (τὴν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.): τὰ οἰκονομούμενα Polyb. управление;<br /><b class="num">2)</b> полит. [[править]], [[руководить]] ([[πολιτεία]] [[ὑπό]] τινος οἰκονομουμένη Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о художнике), [[обрабатывать]] (τὴν ὕλην Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκονομέω Medium diacritics: οἰκονομέω Low diacritics: οικονομέω Capitals: ΟΙΚΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: oikonoméō Transliteration B: oikonomeō Transliteration C: oikonomeo Beta Code: oi)konome/w

English (LSJ)

A manage as a house-steward, order, regulate, θαλάμους πατρός S.El.190 (lyr.); τὴν οἰκίαν Pl.Ly.209d; τὰ ἴδια X.Mem.3.4.12, etc.; τὸν ἴδιον βίον Euphro 4; ταῦτα (i.e. meats) Alex.110.20; ὄχλον Com.Adesp.119:—Med., Arist.Oec.1343a23: c. dat., ἄνθρωπος… μεγίστοις -εῖται πράγμασιν Men.531.14. 2 dispense, Pl.Phdr. 256e; disburse, SIG667.20 (Athens, ii B. C.). 3 treat a substance with another, πυρίτην ὀξάλμῃ Ps.-Democr.Alch.p.44 B.: metaph., of a poet, εἰ τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰ. treat, handle, Arist.Po.1453a29; so (in Med.) of an artist, οἰ. τὴν ὕλην Luc.Hist.Conscr.51:—Pass., τὰ σκέμματα… ᾠκονομήσθω Phld.D.3.8. 4 of public officers, administer, Plb.4.26.6, 4.67.9:—Pass., πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων -ουμένη Arist.Pol.1288a34. II intr., to be a house-steward, Ev.Luc.16.2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 diriger une maison, administrer les affaires d'une maison;
2 p. ext. diriger, gouverner, acc.;
Moy. οἰκονομέομαι, οἰκονομοῦμαι manier, travailler (la matière) acc..
Étymologie: οἰκονόμος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκονομέω:
1) заведовать, управлять (τὴν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.): τὰ οἰκονομούμενα Polyb. управление;
2) полит. править, руководить (πολιτεία ὑπό τινος οἰκονομουμένη Arst.);
3) (о художнике), обрабатывать (τὴν ὕλην Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκονομέω: κυβερνῶ ὡς οἰκονόμος, τακτοποιῶ, διευθετῶ, διοικῶ, διευθύνω, θαλάμους πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 190· τὴν οἰκίαν Πλάτ. Λῦσ. 209D· τὰ ἴδια Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 12· τὸν ἴδιον βίον Εὔφρων ἐν «Διδύμοις» 1· ἀλλ’ ἐγὼ σοφῶς ταῦτ’ οἰκονομήσω (δηλ. τὰ ἐδέσματα) Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 20· - Μέσ., Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2. 2) διανέμω, ἀπονέμω, παρέχω, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 3) μεταφορ., ἐπὶ ποιητοῦ, εἰς τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰκ., πραγματεύεται, διεξάγει, χειρίζεται, Ἀριστ. Ποιητ. 13, 10· οὕτως (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐπὶ τεχνίτου, οἰκ. τὴν ὕλην Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51. 4) οὕτως, ἐπὶ ἀρχόντων ἔθνους τινός, Πολύβ. 4. 26, 6 καὶ 67, 9. - Παθ., πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων οἰκονομουμένη Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 18, 1. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι οἰκονόμος, Εὐαγ. κ. Λουκ. ις΄, 2.

English (Strong)

from οἰκονόμος; to manage (a house, i.e. an estate): be steward.

English (Thayer)

ὀικονόμω; (οἰκονόμος); to be a steward; to manage the affairs of a household: absolutely, to manage, dispense, order, regulate: Sophocles, Xenophon, Plato, Polybius, Josephus, Plutarch, others; 2 Maccabees 3:14.)

Greek Monotonic

οἰκονομέω: μέλ. -ήσω (οἰκονόμος),·
I. 1. διαχειρίζομαι σαν επιστάτης, διοικώ, διευθετώ, ρυθμίζω, σε Σοφ., Ξεν.
2. μεταφ., λέγεται για ποιητή, πραγματεύομαι, χειρίζομαι ένα θέμα, σε Αριστ., Λουκ.
II. αμτβ., είμαι επιστάτης, οικονόμος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

οἰκονομέω, fut. -ήσω οἰκονόμος
I. to manage as a house steward, to manage, order, regulate, Soph., Xen.
2. metaph. of an artist, to treat, handle a subject, Arist., Luc.
II. intr. to be a house-steward, NTest.

Chinese

原文音譯:o„konomšw 哀可-挪姆哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:家-律法
字義溯源:經營,作管家,管理,治理,處理;源自(οἰκονόμος)=管家);由(οἶκος)*=住處)與(νόμος)=律法,分出)組成,其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 作管家(1) 路16:2