ἀντιδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> enseigner à son tour <i>ou</i> au contraire;<br /><b>2</b> présenter une pièce de théâtre pour disputer le prix.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[διδάσκω]].
|btext=<b>1</b> enseigner à son tour <i>ou</i> au contraire;<br /><b>2</b> présenter une pièce de théâtre pour disputer le prix.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[διδάσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδῐδάσκω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обучать взамен]] ([[ὅπλα]] καρποὺς εἰρήνης ἀντεδίδαξε τρέφειν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[оспаривать друг у друга награду]] ([[Λᾶσος]] ἀντεδίδασκε καὶ [[Σιμωνίδης]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διδάσκω]] με τη [[σειρά]] μου ή [[υποστηρίζω]], [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο, [[αντιπείθω]], σε Ανθ.· λέγεται για ποιητές, [[συναγωνίζομαι]] για [[βραβείο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀντιδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διδάσκω]] με τη [[σειρά]] μου ή [[υποστηρίζω]], [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο, [[αντιπείθω]], σε Ανθ.· λέγεται για ποιητές, [[συναγωνίζομαι]] για [[βραβείο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδῐδάσκω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обучать взамен]] ([[ὅπλα]] καρποὺς εἰρήνης ἀντεδίδαξε τρέφειν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[оспаривать друг у друга награду]] ([[Λᾶσος]] ἀντεδίδασκε καὶ [[Σιμωνίδης]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[teach]] in [[turn]] or on the [[other]] [[side]], Anth.:—of poets, to [[contend]] for the [[prize]], Ar.
|mdlsjtxt=<br />to [[teach]] in [[turn]] or on the [[other]] [[side]], Anth.:—of poets, to [[contend]] for the [[prize]], Ar.
}}
}}

Revision as of 17:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδῐδάσκω Medium diacritics: ἀντιδιδάσκω Low diacritics: αντιδιδάσκω Capitals: ΑΝΤΙΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: antididáskō Transliteration B: antididaskō Transliteration C: antididasko Beta Code: a)ntidida/skw

English (LSJ)

A inform, instruct in turn or on the other side, App.BC 5.19, AP6.236 (Phil.). II of dramatists, etc., contend for the prize, Ar.V.1410, cf. Satyr.Vit Eur.Fr.38.19, D.Chr.37.40.

Spanish (DGE)

1 informar a su vez ὃ δὲ ἀντεδίδασκεν αὐτούς, ὅτι αὐτῷ ... πάντα εἶναι φίλια App.BC 5.19, cf. AP 6.236 (Phil.).
2 de poetas dramáticos o líricos enseñar a un coro en concurso, luchar por el premio Λᾶσός ποτ' ἀντεδίδασκε καὶ Σιμωνίδης Ar.V.1410, cf. Satyr.Vit.Eur.39.16.19, Fauorin.Cor.40.

German (Pape)

[Seite 251] (s. διδάσκω), dramatische Stücke gegen einander einüben u. aufführen zum Wettkampf, Ar. Vesp. 1410; übh. dagegen, zur Vergeltung lehren, Philipp. 30 (VI, 236).

French (Bailly abrégé)

1 enseigner à son tour ou au contraire;
2 présenter une pièce de théâtre pour disputer le prix.
Étymologie: ἀντί, διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδῐδάσκω:
1) обучать взамен (ὅπλα καρποὺς εἰρήνης ἀντεδίδαξε τρέφειν Anth.);
2) оспаривать друг у друга награду (Λᾶσος ἀντεδίδασκε καὶ Σιμωνίδης Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιδάσκω: λέγω τὸ ἐναντίον, ἀντιπείθω, Ἀππ. Ἐμφ. 5. 19, Ἀνθ. Π. 6. 236. ΙΙ. ἐπὶ δραματικῶν ἢ λυρικῶν ποιητῶν, ἀνταγωνίζομαι περὶ τοῦ βραβείου, Ἀριστοφ. Σφ. 1410.

Greek Monolingual

ἀντιδιδάσκω (Α)
1. (για δραματικούς ή λυρικούς ποιητές) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι για το βραβείο
2. υποστηρίζω τα αντίθετα απ' αυτά που υποστηρίζει κάποιος άλλος.

Greek Monotonic

ἀντιδῐδάσκω: μέλ. -ξω, διδάσκω με τη σειρά μου ή υποστηρίζω, ισχυρίζομαι το αντίθετο, αντιπείθω, σε Ανθ.· λέγεται για ποιητές, συναγωνίζομαι για βραβείο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to teach in turn or on the other side, Anth.:—of poets, to contend for the prize, Ar.