ἀποστατικός: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />séditieux, rebelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίστημι]]. | |btext=ή, όν :<br />séditieux, rebelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίστημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποστᾰτικός:''' [[мятежный]], [[бунтарский]] ([[θράσος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν, είμαι [[έτοιμος]] να εξεγερθώ, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀποστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν, είμαι [[έτοιμος]] να εξεγερθώ, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[From [[ἀποστάτης]]<br />of or for rebels, Plut.:—adv., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν to be [[ready]] for [[revolt]], Plut. | |mdlsjtxt=[From [[ἀποστάτης]]<br />of or for rebels, Plut.:—adv., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν to be [[ready]] for [[revolt]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for rebels, rebellious, θράσος Plu. Rom.7. Adv. ἀποστατικῶς ἔχειν = to be ready for revolt, Id.Pel.15: Comp. ἀποστατικώτερον, φρονούντων PLond.2.354.6(i B.C.); ἀποστατικῶς πράττειν τοῦ λόγου Chrysipp. ap. Gal.5.406. II disposed to exfoliate, of bones, Hp. Fract.25, Antyll. ap. Orib.6.1.6. III Rhet., belonging to ἀπόστασις B.1.6; ἀποστατικόν, τό, Hermog.Id.1.10; σχήματα ibid., Aps.p.259 H.; λόγος Eust.1389.28. Adv. ἀποστατικῶς Id.635.58.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1rebelde, subversivo, sedicioso θράσος Plu.Rom.7, σάλος Plu.Galb.10
•dispuesto a la rebelión ἐκφερόμενος ... ἀποστατικῷ τρόπῳ PTor.Amenothes 8.68 (II a.C.), διάνοια Gr.Nyss.Virg.321.24, del pueblo judío σῶμα Meth.M.18.377C, de los ángeles caídos δυνάμεις Gr.Naz.M.36.321A, cf. Iren.Lugd.Haer.1.15.6, Aug.Ciu.12.2
•subst. apóstata Tert.Adu.Marc.4.5
•neutr. compar. como adv. ἀποστατικώτερον φρονούντων PLond.354.6 (I a.C.).
2 ret. asindético τὰ ἀποστατικὰ σχήματα Aps.259, ὁ λόγος Eust.1389.28, subst. τὸ ἀποστατικόν Hermog.Id.1.10 (p.271).
3 medic. supurativo ἐπιπλάσματα Hp.Art.40
•purulento φλεγμοναί Antyll. en Orib.6.1.6, cf. Pelagon.397, Hippiatr.Paris.689, de huesos ἀποστατικὰ γενέσθαι exfoliarse Hp.Fract.25.
II adv.
1 con disposición a la revuelta, sediciosamente ἀποστατικῶς ἔχειν Plu.Pel.15, Luc.32, πράττειν Chrysipp.Stoic.3.124, ταῦτα διαπεπραγμένοι εἰσὶν ἀ. BGU 1253.7 (II a.C.).
2 ret. en uso asindético ἀ. ἤγουν ἀσυνδέτως ἐπηνέχθη Eust.635.58.
German (Pape)
[Seite 326] zum Abfallen geneigt, θράσος Plut. Rom. 7; ἀποστατικῶς ἔχειν Pelop. 15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
séditieux, rebelle.
Étymologie: ἀφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστᾰτικός: мятежный, бунтарский (θράσος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἀποστάτας, ἔχων τάσιν πρὸς ἀποστασίαν, θράσος Πλουτ. Ρωμ. 7· οἱ ἀποστατικοί, οἱ ἐπαναστάται, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8709: - Ἐπίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, ἔχειν διάθεσιν ἢ εἶναι ἕτοιμον πρὸς ἐπανάστασιν, Πλουτ. Πελοπ. 15. ΙΙ. ἔχων τάσιν πρὸς σχηματισμὸν ἀποστήματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμμ. = ἀσύνδετος, Εὐστ. 1389. 28: - Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτ. 635. 58.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀποστατικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία
2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματος
μσν.
φρ. «ἀποστατικός λόγος» — ασύνδετος λόγος
αρχ.
φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» — έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση.
Greek Monotonic
ἀποστᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, είμαι έτοιμος να εξεγερθώ, στον ίδ.
Middle Liddell
[From ἀποστάτης
of or for rebels, Plut.:—adv., ἀποστατικῶς ἔχειν to be ready for revolt, Plut.