ἐπεμπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=tomber sur, se jeter sur, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐμπίπτω]].
|btext=tomber sur, se jeter sur, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐμπίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεμπίπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. ἐ. βάσιν Soph.) нападать, бросаться (τινί Soph.): ἐ. ὤμῳ Theocr. поразить в плечо;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[с жаром набрасываться]], [[наваливаться]] (ἐ. καὶ σπουδάζειν Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεμπίπτω:''' μέλ. <i>-εμπεσοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] με [[μανία]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιπίπτω]], [[πράττω]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπεμπίπτω:''' μέλ. <i>-εμπεσοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] με [[μανία]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιπίπτω]], [[πράττω]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεμπίπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. ἐ. βάσιν Soph.) нападать, бросаться (τινί Soph.): ἐ. ὤμῳ Theocr. поразить в плечо;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[с жаром набрасываться]], [[наваливаться]] (ἐ. καὶ σπουδάζειν Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -εμπεσοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> to [[fall]] [[upon]] [[besides]], [[attack]] [[furiously]], τινί Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[fall]] to, set to [[work]], Lat. incumbere, Ar.
|mdlsjtxt=fut. -εμπεσοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> to [[fall]] [[upon]] [[besides]], [[attack]] [[furiously]], τινί Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[fall]] to, set to [[work]], Lat. incumbere, Ar.
}}
}}

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεμπίπτω Medium diacritics: ἐπεμπίπτω Low diacritics: επεμπίπτω Capitals: ΕΠΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epempíptō Transliteration B: epempiptō Transliteration C: epempipto Beta Code: e)pempi/ptw

English (LSJ)

A fall upon, attack furiously, ἀλλήλοις Ph.2.109; ποίμναις ἐπεμπίπτειν βάσιν S.Aj. 42. 2 fall to, set to work, Ar.Pax471. 3 fit in, of cogs, v.l. in Heliod. ap. Orib.49.4.65.

German (Pape)

[Seite 915] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen; βάσιν τινι, hineinstürmen auf, Soph. Ai. 42; sich worauf legen, καὶ σπουδάζω Ar. Pax 463; Sp.

French (Bailly abrégé)

tomber sur, se jeter sur, attaquer.
Étymologie: ἐπί, ἐμπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεμπίπτω:
1) (тж. ἐ. βάσιν Soph.) нападать, бросаться (τινί Soph.): ἐ. ὤμῳ Theocr. поразить в плечо;
2) перен. с жаром набрасываться, наваливаться (ἐ. καὶ σπουδάζειν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπιπίπτω κατά τινος, προσβάλλω αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί δῆτα ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; τότε λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως πράττω τι, μετὰ σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471.

Greek Monolingual

ἐπεμπίπτω (Α)
1. επιτίθεμαι ορμητικά, προσβάλλω χτυπώντας αιφνιδιαστικά
2. ασχολούμαι με ζήλο («οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω», Αριστοφ.)
3. συναρμολογώ, ταιριάζω.

Greek Monotonic

ἐπεμπίπτω: μέλ. -εμπεσοῦμαι,
1. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, προσβάλλω με μανία, τινί, σε Σοφ.
2. επιπίπτω, πράττω, καταγίνομαι με κάτι, καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -εμπεσοῦμαι
1. to fall upon besides, attack furiously, τινί Soph.
2. to fall to, set to work, Lat. incumbere, Ar.