ὑπέρβιος: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; <i>adv.</i> • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βία]]. | |btext=ος, ον :<br />violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; <i>adv.</i> • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρβιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[необыкновенно могучий]], [[непобедимый]] ([[Ἡρακλῆς]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[безудержный]], [[неукротимый]] (θυμὸς Ἀχιλλῆος Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[дерзкий]], [[наглый]] ([[ὕβρις]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρβῐος:''' -ον ([[βία]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για υπερβολική [[δύναμη]] ή ισχύ, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερφύαλος, ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], [[παράνομος]], [[ακόλαστος]], [[οργιώδης]], σε Όμηρ.· ουδ. <i>ὑπέρβιον</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑπέρβῐος:''' -ον ([[βία]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για υπερβολική [[δύναμη]] ή ισχύ, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερφύαλος, ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], [[παράνομος]], [[ακόλαστος]], [[οργιώδης]], σε Όμηρ.· ουδ. <i>ὑπέρβιον</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-βιος, ον, [βία]<br /><b class="num">I.</b> of [[overwhelming]] [[strength]] or [[might]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> in bad [[sense]], [[overweening]], [[lawless]], [[wanton]], Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il. | |mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-βιος, ον, [βία]<br /><b class="num">I.</b> of [[overwhelming]] [[strength]] or [[might]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> in bad [[sense]], [[overweening]], [[lawless]], [[wanton]], Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (βία) A of overwhelming strength or of overwhelming might, Ἡρακλῆς Pi.O.10(11).15; δαῖμον, i. e. Apollo, B.3.37: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.Oxy.408.28. II mostly in bad sense, overweening, lawless, wanton, οἷος κείνου θυμὸς ὑ. Il.18.262; ὑ. ὕβριν ἔχοντες Od.1.368; ὑ. ἦτορ ἔχοντες Orph.Fr.119: neut. ὑπέρβιον as adverb, Il.17.19, Od.12.379, 14.92,95: regul. Adv. ὑπερβίως = in a violent manner, in an overbearing manner Sch.A.R.4.1523.
German (Pape)
[Seite 1192] übergewaltig, übermächtig; Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermüthig, gewaltthätig, frevelhaft; οἷος ἐκείνου θυμὸς ὑπέρβιος Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; adv. • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.
Étymologie: ὑπέρ, βία.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρβιος:
1) необыкновенно могучий, непобедимый (Ἡρακλῆς Pind.);
2) безудержный, неукротимый (θυμὸς Ἀχιλλῆος Hom.);
3) дерзкий, наглый (ὕβρις Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρβιος: -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, Ἡρακλῆς Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, παράνομος, ἄνομος, βίαιος, ἀκόλαστος, οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - ὡσαύτως οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. super-bus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. ὑπὲρ δύναμιν. πάνυ βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, οἷον ἄγαν βιαίως ἢ ὑπερβαλλόντως τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».
English (Autenrieth)
(βίη): violent, lawless, insolent, wanton; not in bad sense, θῦμός, ‘abrupt,’ Od. 15.212.—Adv., ὑπέρβιον, insolently.
English (Slater)
ὑπέρβιος powerful ὑπέρβιον Ἡρακλέα (O. 10.15) Αὐγέαν ὑπέρβιον (O. 10.29) ὑπέρβιος ἀνα[(?Herakles) fr. 140a. 54(28).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)
2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον
αδιάντροπα, ασυγκράτητα.
επίρρ...
ὑπερβίως Α
ασυγκράτητα, αδιάντροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντί-βιος].
Greek Monotonic
ὑπέρβῐος: -ον (βία),
I. λέγεται για υπερβολική δύναμη ή ισχύ, σε Πίνδ.
II. με αρνητική σημασία, υπερφύαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, παράνομος, ακόλαστος, οργιώδης, σε Όμηρ.· ουδ. ὑπέρβιον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὑπέρ-βιος, ον, [βία]
I. of overwhelming strength or might, Pind.
II. in bad sense, overweening, lawless, wanton, Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il.