επιδίδω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιδίδωμι]], Μ και ἐπιδίδω)<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] («επιδόθηκε σε [[νέες]] μεθόδους», «[[ἐπιδίδωμι]] ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)<br /><b>2.</b> [[εγχειρίζω]], [[δίνω]] στο [[χέρι]] κάποιου ([[συνήθως]] εμπιστευτικό ή [[επίσημο]] [[έγγραφο]]) («[[δικαστικός]] [[κλητήρας]] να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) ρέω, [[τρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[επιπλέον]] («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[χορηγώ]] [[κατόπιν]]<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]] ως [[προίκα]]<br /><b>4.</b> [[συνεισφέρω]] εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δωροδοκώ]]<br /><b>6.</b> [[δωρίζω]], [[χαρίζω]] («τὰς ναῡς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῡναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[απονέμω]], [[μοιράζω]]<br /><b>8.</b> [[χορηγώ]] το [[δικαίωμα]] ψήφου<br /><b>9.</b> [[υπαγορεύω]] («γράφειν μὲν οὖν οὐ [[συμβουλεύω]] σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾱλλον»)<br /><b>10.</b> αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ [[πόλις]] αὐτοῑς ἐπὶ τὸ μεῑζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υποχωρώ]]<br /><b>12.</b> [[δίνω]] αμοιβαία.
|mltxt=(AM [[ἐπιδίδωμι]], Μ και ἐπιδίδω)<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] («επιδόθηκε σε [[νέες]] μεθόδους», «[[ἐπιδίδωμι]] ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)<br /><b>2.</b> [[εγχειρίζω]], [[δίνω]] στο [[χέρι]] κάποιου ([[συνήθως]] εμπιστευτικό ή [[επίσημο]] [[έγγραφο]]) («[[δικαστικός]] [[κλητήρας]] να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) ρέω, [[τρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[επιπλέον]] («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[χορηγώ]] [[κατόπιν]]<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]] ως [[προίκα]]<br /><b>4.</b> [[συνεισφέρω]] εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δωροδοκώ]]<br /><b>6.</b> [[δωρίζω]], [[χαρίζω]] («τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῦν
αι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[απονέμω]], [[μοιράζω]]<br /><b>8.</b> [[χορηγώ]] το [[δικαίωμα]] ψήφου<br /><b>9.</b> [[υπαγορεύω]] («γράφειν μὲν οὖν οὐ [[συμβουλεύω]] σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾶλλον»)<br /><b>10.</b> αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ [[πόλις]] αὐτοῖς ἐπὶ τὸ μεῖζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υποχωρώ]]<br /><b>12.</b> [[δίνω]] αμοιβαία.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω)
1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)
2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)
αρχ.-μσν.
1. πληρώνω
2. (για νερό) ρέω, τρέχω
αρχ.
1. δίνω επιπλέον («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)
2. δίνω, χορηγώ κατόπιν
3. χορηγώ ως προίκα
4. συνεισφέρω εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», Δημοσθ.)
5. δωροδοκώ
6. δωρίζω, χαρίζω («τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῦν αι», Θουκ.)
7. απονέμω, μοιράζω
8. χορηγώ το δικαίωμα ψήφου
9. υπαγορεύω («γράφειν μὲν οὖν οὐ συμβουλεύω σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾶλλον»)
10. αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ πόλις αὐτοῖς ἐπὶ τὸ μεῖζον», Θουκ.)
11. υποχωρώ
12. δίνω αμοιβαία.