θαμά: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[frequently]], [[many times]] | |woodrun=[[frequently]], [[many times]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=συχνά). Συγγενικό μέ τό ἅμα.<br><b>Παράγωγα:</b> [[θαμέες]] (=πολλοί), [[θαμίζω]] (=[[συχνάζω]]), [[θαμινός]], [[θάμνος]], [[θαμυρός]], θάμυρις (=πανηγύρι), [[θαμυρίζω]] (=μαζεύω). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 14 October 2022
English (LSJ)
(oxyt., A.D.Adv.153.5, Hdn.Gr.2.141), Adv. often, Il.16.207, Od.16.27, Pi.O.1.17, B.12.193, S.El.524, Ar.Eq.990 (lyr.), Pl. 1166, Pl.Phd.72e, X.Mem.2.1.22; θ. τῆς ἡμέρας POxy.1158.4 (iii A.D.). (Orig. 'thickly', cf. θαμέες, θάμνος.)
German (Pape)
[Seite 1185] (ἅμα), in Haufen, dichtgedrängt, schaarenweis, θαμὰ θρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, oft, häufig, oft od. schnell nach einander, ταῦτα θάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς σέθεν θαμά Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en grand nombre;
2 souvent, fréquemment, en se succédant rapidement.
Étymologie: DELG cf. θημών, θωμός.
Russian (Dvoretsky)
θᾰμά: (μᾰ) adv.
1) плотной массой, густо: θ. θρώσκοντες ὀϊστοί Hom. множество летящих стрел;
2) часто (κατασκοπεῖσθαί τι Xen.): ταῦτά με θ. ἐβάζετε Hom. это вы мне часто говорили; ὁ λόγος, ὃν σὺ εἴωθας θ. λέγειν Plat. мысль, которую ты имел обыкновение часто высказывать.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμά: ἐπίρρ., συχνάκις, συχνά, πολλάκις, Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., οἷον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε θαμάκις, θαμειός, θαμινός, θαμίζω, κτλ.).
English (Slater)
θᾰμᾰ often παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.17) [φύονται πολιαὶ θαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον (θαμάκι v.l.) (O. 4.27) ] ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι (O. 7.12) μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν (P. 3.78) “ἦ μὰνὤτρυνον θαμὰ” (P. 4.40) νόμον λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων (P. 12.25) λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.17) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί (N. 1.22) θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον (N. 2.9) θαμά κε ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.15) Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) δύνασαι θαμὰ διδόμεν (N. 7.97) θαμὰ Δ[ελφ]ῶν ἱστάμεναι χορὸν παρθένοι (Pae. 2.98) πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά Πα. 7B. 49. θαμὰ δ' ερ[ (Pae. 12.5) θαμὰ γὰρ οἴκοθ[εν Δ. 4h. 11. βασιλῆος ἀταλασθίᾳ κοτέων θαμά fr. 140a. 57 (31). ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.
Greek Monolingual
θαμά (AM)
επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε -α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε -η (το θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ-ών, θω-μός «σωρός» και τί-θη-μι.
ΠΑΡ. αρχ. θαμάκις, θαμίζω, θαμινός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. θαμώνας].
Greek Monotonic
θᾰμά: επίρρ. (ἅμα), συχνά, πολλές φορές, σε Όμηρ., κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: often (Il.)
Derivatives: θαμάκις (: πολλάκις) id. (Pi.). θαμινά id. (Pi., Hp.), adj. θαμινός crowded, close-set (Call.; cf. πυκινά, -ινός) with θαμινάκις (Hp.); also θαμεινός, after αἰπεινός (h. Merc. 44; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 119 n.2 = Kl. Schr. 2, 1176 n. 2).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Beside θαμά (accent after πολλά, Wackernagel Akz. 34 = Kl. Schr. 2, 1103) stands the u-stem *θαμύς (τάχα: ταχύς) in θαμέες pl. close-set, crowded, f. θαμειαί (Hom.; accent, Schwyzer 385); cf. also Θαμυ-κλῆς PN (Bechtel Hist. Personennamen 197). Comp. θαμύντεραι πυκνότεραι H. (cf. ἰθύντατα). Here also θάμυρις H., prob. after πανήγυρις, with which H. glosses it; also as PN (Β 595, inscr.); cf. Bechtel Namenst. 25f.; further ὁδοὺς θαμυρούς τὰς λεωφόρους; θαμυρίζει ἁθροίζει, συνάγει H.; also intr. (BCH 50, 401, Thespiae). - Denomin. of θαμά: θαμίζω come frquently (Il.; cf. Schwyzer 736). Beside θημ-ών, θωμ-ός (s. v.) one assumed θαμ-ά to be a reduced grade, which is impossible (from θη- in τί-θη-μι, but this had θε-, as in θέμεθλα, θέμις).
Middle Liddell
[ἅμα]
often, oft-times, Hom., etc.
Frisk Etymology German
θαμά: {thamá}
Grammar: Adv.
Meaning: oft (vorw. poet. seit Il.) mit θαμάκις (: πολλάκις) ib. (Pi.).
Derivative: Davon θαμινά ib. (Pi., Hp., Ar. in lyr., X. u. a.), Adj. θαμινός häufig, gedrängt (Kall. u. a.; vgl. πυκινά, -ινός) mit θαμινάκις (Hp.); auch θαμεινός, nach αἰπεινός u. a. (h. Merc. 44 u. a.; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 119 A.2 = Kl. Schr. 2, 1176 A. 2).
Etymology: Neben θαμά (Akzent nach πολλά, Wackernagel Akz. 34 = Kl. Schr. 2, 1103) steht der u-Stamm *θαμύς (τάχα: ταχύς) in θαμέες pl. dicht gedrängt, häufig, f. θαμειαί (Hom.; Akzent, Schwyzer 385 m. Lit.); vgl. noch Θαμυκλῆς EN (Bechtel Hist. Personennamen 197). Komp. θαμύντεραι· πυκνότεραι H. (vgl. ἰθύντατα). Hierher noch θάμυρις H., wohl nach πανήγυρις, womit es u. a. von H. glossiert wird; auch als PN (Β 595, Inschr.); vgl. Bechtel Namenst. 25f.; außerdem ὁδοὺς θαμυρούς· τὰς λεωφόρους; θαμυρίζει· ἁθροίζει, συνάγει H.; auch intr. (BCH 50, 401, Thespiae). — Denominativum von θαμά: θαμίζω häufig kommen, verkehren, häufig sein (seit Il.; vgl. Schwyzer 736). Neben den hochstufigen θημών, θωμός (s. d.) steht θαμά mit alter Schwundstufe; bei Abtrennung des suffixalen -μ- ergibt sich die regelrechte Schwundstufe von θη- in τίθημι, die in sämtlichen Verbalformen und in zahlreichen Nomina von θε- ersetzt worden ist (s. θέμεθλα, θέμις).
Page 1,651
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=συχνά). Συγγενικό μέ τό ἅμα.
Παράγωγα: θαμέες (=πολλοί), θαμίζω (=συχνάζω), θαμινός, θάμνος, θαμυρός, θάμυρις (=πανηγύρι), θαμυρίζω (=μαζεύω).