χυδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chydaios
|Transliteration C=chydaios
|Beta Code=xudai=os
|Beta Code=xudai=os
|Definition=ον, (χέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[poured out in streams]], [[abundant]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>1.7</span>; [[στέφανοι]], i.e. <b class="b3">χύδην πεπλεγμένοι</b>, <span class="bibl">Ath.15.686a</span>. Adv. -ως [[pell-mell]], Herm. ap. Stob.1.49.68. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[common]], [[ordinary]], φοίνικες Dsc.5.31, cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>13.46</span>; λίθος Plu.2.85f; ἔλαιον <span class="title">Hippiatr.</span>69. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> of persons, χ. πλῆθος <span class="bibl">Str.1.2.8</span>; ὁ χ. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>4.18</span>; οἱ χ. <span class="bibl">Str.3.1.5</span>, <span class="bibl">Ph.Bybl. 5</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>63</span>; opp. <b class="b3">οἱ σοφοί</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5.23</span>, cf. <span class="title">Rh.</span>2.157S., al.: Comp. <b class="b3">οἱ χυδαιότεροι</b> (misspelt [[χυδεώτεροι]]) Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>948</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[common]], [[vulgar]], [[coarse]], λαλιά <span class="bibl">Plb.14.7.8</span>; χυδαῖα καὶ φαῦλα Phld.<span class="title">Mus.</span>p.95K.</span>
|Definition=ον, (χέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[poured out in streams]], [[abundant]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ex.</span>1.7</span>; [[στέφανοι]], i.e. <b class="b3">χύδην πεπλεγμένοι</b>, <span class="bibl">Ath.15.686a</span>. Adv. -ως [[pell-mell]], Herm. ap. Stob.1.49.68. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[common]], [[ordinary]], φοίνικες Dsc.5.31, cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>13.46</span>; λίθος Plu.2.85f; ἔλαιον <span class="title">Hippiatr.</span>69. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> of persons, χ. πλῆθος <span class="bibl">Str.1.2.8</span>; ὁ χ. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>4.18</span>; οἱ χ. <span class="bibl">Str.3.1.5</span>, <span class="bibl">Ph.Bybl. 5</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>63</span>; opp. <b class="b3">οἱ σοφοί</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5.23</span>, cf. <span class="title">Rh.</span>2.157S., al.: Comp. <b class="b3">οἱ χυδαιότεροι</b> (misspelt [[χυδεώτεροι]]) Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>948</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[common]], [[vulgar]], [[coarse]], λαλιά <span class="bibl">Plb.14.7.8</span>; χυδαῖα καὶ φαῦλα Phld.<span class="title">Mus.</span>p.95K.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:20, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠδαῖος Medium diacritics: χυδαῖος Low diacritics: χυδαίος Capitals: ΧΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: chydaîos Transliteration B: chydaios Transliteration C: chydaios Beta Code: xudai=os

English (LSJ)

ον, (χέω) A poured out in streams, abundant, LXX Ex.1.7; στέφανοι, i.e. χύδην πεπλεγμένοι, Ath.15.686a. Adv. -ως pell-mell, Herm. ap. Stob.1.49.68. II common, ordinary, φοίνικες Dsc.5.31, cf. Plin.HN13.46; λίθος Plu.2.85f; ἔλαιον Hippiatr.69. b of persons, χ. πλῆθος Str.1.2.8; ὁ χ. Porph.Abst.4.18; οἱ χ. Str.3.1.5, Ph.Bybl. 5, Porph.Chr.63; opp. οἱ σοφοί, Phld.Po.5.23, cf. Rh.2.157S., al.: Comp. οἱ χυδαιότεροι (misspelt χυδεώτεροι) Sch.E.Hipp.948. 2 metaph., common, vulgar, coarse, λαλιά Plb.14.7.8; χυδαῖα καὶ φαῦλα Phld.Mus.p.95K.

German (Pape)

[Seite 1384] ον, in Menge, Masse ausgegossen, ausgeschüttet, übertr., gemein, gering, schlecht; λαλιά Pol. 14, 7,8; στέφανοι Ath. XV, 686 a; – τὸ χυδαῖον τοῦ λόγου, = Folgdm, Phot. bibl. cod. 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
commun, ordinaire.
Étymologie: χύδην.

Russian (Dvoretsky)

χῠδαῖος:
1) простой, обыкновенный (λίθος Plut.);
2) всеобщий (χ. καὶ πάνδημος λαλιά Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

χῠδαῖος: -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, πολυπληθής, πολυάριθμος, Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. ἀνάμικτος, κοινός, Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, κοινός, «πρόστυχος», χυδαῖος, λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ.

Greek Monolingual

-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλάνόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.
γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)
2. (για λόγια και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, αναξιοπρεπής, πρόστυχος, απρεπής (α. «χυδαία έκφραση» β. «χυδαία συμπεριφορά» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.
δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «χυδαία γλώσσα»
(παλαιότερα) (κατά τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η δημοτική
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυδαῖον
κοινοτοπία
αρχ.
1. πολυπληθής, πολυάριθμος («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο», ΠΔ)
2. κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, κοινός, ευτελής (α. «χυδαῖοι στέφανοι», Αθήν.
β. «ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῖν χυδαῖον», Πλούτ.
γ. «τὸν χυδαῖον οἶνον καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
χυδαίως ΝΜΑ, και χυδαία Ν
νεοελλ.
με χυδαιότητα, πρόστυχα, απρεπώς
μσν.-αρχ.
με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει σύγχυσηχυδαίως ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην + κατάλ. -αῖος].